Saturday, February 27, 2021

Helloween - United Alive (2019)


 Θυμάμαι τη συναυλία του 2007 στην Αθήνα, για την Helloween/Gamma Ray περιοδεία στην προώθηση των Land of the Free II και Gambling with the Devil. Στο encore όπου στη σκηνή ανέβηκαν τα μέλη κι από τα δύο συγκροτήματα για το I Want Out και το Future World, η ανατριχίλα στον συναυλιακό χώρο είχε χτυπήσει κόκκινο. Οι arrector pili μύες του ακροατηρίου ταλαντευόντουσαν σε επίπεδα ιδιοσυχνότητας βλέποντας όλους τους Κολοκυθάδες ο ένας δίπλα στον άλλο, έτοιμοι να παίξουν τους απόλυτους power ύμνους. Έλειπε όμως ο κεντρικός πρωταγωνιστής, η φωνή που γέννησε μοναδικά συναισθήματα στα Keepers, ο καράφλας της καρδιάς μας που κατά καιρούς έδινε πόνο σε διάφορα metal projects, αλλά δεν ήταν ποτέ αρκετό.


Μετά τους Unisonic, η επανένωση ήταν δίκαιο κι έγινε πράξη. Δίχως να εξαιρεθεί κανείς, η κολοκυθοπαρέα έσμιξε κι έδωσε το απόλυτο tour για νέες ανατριχίλες. Κι επιτέλους ένα DVD, ιστορικό ντοκουμέντο αυτού του μεγαλοπρεπούς reunion. Πιο χορταστικό κι από σκεπαστή σκορτσόπιτα με γύρο και λιωμένο ένταμ στα τοιχώματα (το τρως και πεθαίνεις ευτυχισμένος), πακετάρα με 3 DVD, σχεδόν τρίωρη συναυλία που κανείς δεν θέλει να τελειώσει κι ένα τόνο extras. 


Μπράβο ρε μάγκες, γιατί σχεδόν 40 χρόνια είστε οι πατέρες του ιδιώματος και το υπηρετείτε πιστά έχοντας δώσει μουσική για τρεις ακόμη γενεές.

Friday, February 26, 2021

Iron Maiden - Fear of the Dark (1992)

 

Ο μεγαλύτερος νικητής όλων των X-Factor είναι ο Κωλέτης Ανδρέας, ο δεύτερος Dickinson, που ερμήνευσε το φιαρ οβ δε νταρκ των αρον μειντεν. Ουδείς θυμάται κανέναν από τους ατάλαντους νικητές του διαγωνισμού, όλοι έχουμε στην καρδιά μας το παλικάρι που έδωσε πόνο με την ερμηνεία του. Τη στιγμή που γράφω αυτές το post, το επικό του βίντεο έχει 4,777,413 views, χαρακτηριστικό νούμερο για το τεράστιο φαινόμενο που ακολουθεί το ομώνυμο άσμα. 


Από τα πιο πολυπαιγμένα metal άσματα, συναυλιακό must για τους Maiden, όσοι έχουν πιάσει κιθάρα στα χέρια τους έχουν προσπαθήσει να το "βγάλουν", έχω ακούσει μέχρι και τη μαμά μου να το σιγοτράγουδάει ενώ έπλενε τα πιάτα. 


Αντίθετα με το κομμάτι Fear of the Dark, o δίσκος περιέχει αρκετές μέτριες στιγμές (για Maiden standards). Με πιο εμπορική προσέγγιση, χωρίς Andrian, ξεκινάει δυνατά (Be Quick or Be Dead, Afraid to Shoot Strangers), κλείνει εντυπωσιακά (το παραπάνω άσμα), αλλά το πάει το μπυροκοίλι του στο ενδιάμεσο. Όχι ότι δεν μου αρέσουν τα Childhood's End, το Chains of Misery ή το Weekend Warrior (ok, αυτό όντως δεν μου αρέσει, έλεος), αλλά μιλάμε για Maiden και power ballads σαν το Wasting Love που φέρνουν λίγο χασμουρητό δεν ταιριάζουν με τη φάση.


Δεν είναι το αγαπημένο μου Maiden, αλλά σίγουρα το πιο πολυπαιγμένο από τη δισκογραφία της σιδηράς παρθένου, λόγω του timing της κυκλοφορίας και του εμπορικού χαρακτήρα του.

Rage - Ghosts (1999)

 

Σε ένα ηλιόλουστο πρωινό Σαββάτου, όμορφο σαν όλα τα άλλα, ο βιοπαλαιστής Heddigan είχε ροβολήσει στα δισκάδικα του κέντρου μιας κι ήταν ημέρα "αγοράς μουσικής". Ήταν οι όμορφες εποχές που δεν πήγαινα στοχευμένα να αγοράσω κάποιο συγκεκριμένο CD, αλλά είχα πάντα στο νου πολλαπλές επιλογές κι η φάση ήταν ότι κάτσει (ή ότι με πείσει ο γεμάτος υφάκι πωλητής). Στο εν λόγω Σάββατο είχα ξεκινήσει το μουσικό quest από το Rock City, (εγγυημένο μέρος για συμβουλές πωλητών, υφάκι και μουσική παραφιλολογία).


Στο κλασσικό σκανάρισμα/ξεφύλλισμα στον ωκεανό μουσικής του καταστήματος, πρόσεξα στο βάθος ένα καινούργιο stand με την ταμπέλα "Μεταχειρισμένα". Γούρλωσα λίγο τα μάτια μου και σάστισα για μία στιγμή. Δεν είχε περάσει από το μυαλό μου ότι κάποιος που είχε αγοράσει ένα άλμπουμ θα το μεταπωλούσε. Μάλλον παραήμουν ρομαντικός με τη μουσική και τα κόμικς αλλά στην τελική όλα τα πράγματα στη ζωή λαμβάνουν την αξία που τους δίνουμε εμείς οι ίδιοι. Μετά το φιλοσοφικό παραλήρημα, "όρμησα" στο stand να δω τι κελεπούρια έχει γιατί ήταν αυτονόητη η φόρμουλα Μεταχειρισμένο --> Φθηνότερη τιμή.


Το μάτι μου έπεσε κατευθείαν στο αγαπημένο λογότυπο των Rage. "Υπάρχει άνθρωπος, που δεν του άρεσε άλμπουμ των Rage και το έδωσε πίσω για λίγα χρήματα; Που ζούμε, σε τι κοινωνία θα μεγαλώσω τα παιδιά μου;" Για να διορθώσω αυτό το σφάλμα και να αποχτήσει ξανά στέγη η ορφανή κόπια του τεράστιου συγκροτήματος, χωρίς δεύτερη σκέψη, τσίμπησα κοψοχρονιά το Ghosts.


Είναι το κλείσιμο της Lingua Mortis τριλογίας και σίγουρα το πιο αδύναμο. Ενώ έχει ένα υπέροχο concept, ένας μπάρμπας που έχει πεθάνει κι η μεταθανάτια ψυχή του διατηρεί την έννοια της ύπαρξης και της αυτοσυνείδησης. Στο άλμπουμ ακολουθούμε το μεταθανάτιο ταξίδι της ψυχής στα διάφορα επίπεδα, τις σκέψεις και παραδοχές με τα αγαπημένα πρόσωπα, μέχρι την ολοκληρωτική κατάληξη. Οι μουσικές ιδέες του Peavy όμως χωλαίνουν κάπως. Δεν υπάρχει η Rage ενέργεια, δεν υπάρχει πάθος, η παραγωγή είναι πιο μπουκωμένη κι από ντουντούκα καρπουζά κι είναι ολοφάνερο πως ήταν ένα άλμπουμ που "έπρεπε" να κυκλοφορήσει πριν το τελικό διαζύγιο με τους Ευθυμιάδηδες και τον Fischer.


Δεν είναι κακό άλμπουμ (δεν υπάρχει κακό Rage, νόμος), έχει το Back in Time και το γαμάτο Spiritual Awakening να κρατάνε τα μπόσικα κι αν είχε κυκλοφορήσει από το μετέπειτα τρίο με καλύτερη παραγωγή, θα μιλούσαμε για άλμπουμ έπος.


Αξιοσημείωτη η συμμετοχή του Smolksi σαν guest κιθαρίστας, κι η φωτογράφιση του μαζί με τον Terrana στο booklet (άσχετα αν δεν βαράει αυτός τα drums στο άλμπουμ), που είχαν ήδη προσχωρήσει στη μπάντα.

Thursday, February 25, 2021

Iron Fire - Among the Dead (2016)


Heavy metal αλμπουμάρα από τους Iron Fire σε κασέτα. Γιατί σε κασέτα; Why not? Αγαπώ και τιμώ όλα τα format κι όπως είδα το zombie apocalypse εξώφυλλο έκρινα πως το συγκεκριμένο άλμπουμ θέλει λίγο βρωμιά,  μυρωδιά καμένου καλωδίου και γράσο, οπότε... κασέτα.


Και ναι, δεν έκανα λάθος, από την εισαγωγή που με έβαλε στο Walking Dead κλίμα, ο πλανήτης έχει γίνει ένα τεράστιο πάρτι με ζωντανούς νεκρούς και μπαίνει η κομματάρα Among the Dead, βάζω το walkman στη ζώνη μου, ακουστικά στα αυτιά και το chainsaw στα χεριά να βγω να διαμελίσω ζόμπια. Το άλμπουμ δεν είναι concept (κρίμα), αλλά το πάρτι συνεχίζεται και στο Hammer of the Gods, αρχιδάτο heavy/power με μία επική σολάρα του Backarach στη μέση του τραγουδιού.


Πολύ δυνατά και τα Tornado of Sickness και The Last Survivor, που κοπανάνε άσχημα (γενικώς το άλμπουμ με κρατάει στην τσίτα σαν king size φραπεδούμπα). Το Higher Ground ρίχνει κάπως τους ρυθμούς, έχει ένα πιο "πάμε να ενωθούμε όλοι μαζί" χαρακτήρα, με το δυτικοευρωπαϊκό γηπεδικό ρεφρέν, το αγαπάω κι αυτό.


Καλύτερο κομμάτι του δίσκου (in my humble opinion) το Made to Suffer, με τις ριφάρες να κυριαρχούν, τον Steene να ερμηνεύει σαν μινώταυρος σε αρένα και φωτιά από ατσάλι να πέφτει από τον ουρανό. Για κλείσιμο, ωραία επιλογή να διασκευάσουν το For Whom the Bell Tolls, το καλύτερο Metallica κομμάτι, με μία πιο heavy προσέγγιση.


Ήταν το πρώτο άλμπουμ που άκουσα από τους Iron Fire και γούσταρα άσχημα. Σύγχρονο, φρέσκο, τσαμπουκαλεμένο metal που με έβαλε στο τρυπάκι να τους ψάξω περαιτέρω (τόσες φορές είδα το Thunderstorm στα ράφια των δισκάδικων, δεν άπλωσα το χέρι ο παπάρας να το αγοράσω).


Μοναδικό παράπονο από την Crime Records για εμάς τους λίγους περίεργους που αγοράζουμε (που και που) κασέτες, τυπώστε δύο τρεις γαμωσελίδες παραπάνω στο εσώφυλο της κασέτας, να μπουν κι οι στίχοι. Να έχουμε ένα όμορφο ολοκληρωμένο πακετάκι, να σας στηρίζουμε κι εμείς με τον οβολό μας.

Iced Earth - Festival of the Wicked (2011)

 

Όσο ο Jon Schaffer δεν εισβάλει στα Καπιτώλια για να ψεκάσει αρκούδες, εκτός από δισκάρες (όχι πάντα) δίνει φοβερά live με την μπάντα του (αυτό πάντα). Έχω δει τους Iced Earth ζωντανά με Barlow, με Ripper και με Stu (θα ήθελα πολύ να τους δω και με Greely αλλά δεν πιστεύω ότι θα γίνει ποτέ κάτι τέτοιο). Πάντα επαγγελματίες στην σκηνή με setlist που τιμάει όλη τη δισκογραφία τους, μεγάλα σε διάρκεια live κι εξαιρετική απόδοση, είτε παίζει με σεσσιονάδες, είτε με τα βαριά χαρτιά που έχουν περάσει από την παγωμένη γη.


Το Festival of the Wicked είναι χορταστικό DVD με Metal Camp στη Σλοβενία, Rock Hard Festival και Wacken. Στο μικρόφωνο έχουμε και τον μπάτσο και τον αντεροβγάλτη και καλύπτουν όλους τους απαιτητικούς Iced Earth fans.

Heaven & Hell - Live from Radio City Music Hall (2007)

 

Sabbath με Dio ή με Ozzy. Η προτίμηση μου ήταν πάντα υπέρ του κοντού αντί της μούμιας, γιατί Heaven and Hell/Mob Rules (αφού). Επιπρόσθετα όμως βάζοντας στην ζυγαριά τις δύο επανασυνδέσεις, η μία μας έδωσε το The Devil you Know κι η άλλη το δεκατριάρι (στο ΠΡΟΠΟ). Και τέλος, οι live περιοδείες.


Το εν λόγω DVD έχει καταγεγραμμένη μεγαλειώδη εμφάνιση των τεράστιων Sabbath μορφών με τον Dio να είναι επιβλητικός (παρά το μικρός το δέμας). Το live των Heavn & Hell δεν χωράει σύγκριση με το πρόσφατό - ιστορικό μεν - με κάκιστο Ozzy δε, The End. Σαφώς υπάρχει κι ο παράγοντας ηλικία (άλλο Dio στα 65, άλλο Ozzy στα 90), αλλά επειδή πρόλαβα τον δω τον σχεδόν ογδοντάχρονο Leonard Cohen να δίνει πόνο επι σκηνής, μπορώ να πω πως το γήρας δεν είναι καταλυτικός παράγοντας.


To Live from Radio City Music Hal είναι η τελευταία επίσημη καταγεγραμμένη live εμφάνιση του Dio πριν αποχωρήσει από το μάταιο τούτο κόσμο, που δίνει ιδιάζουσα αξία σε αυτό το μουσικό relic.

Lethean - The Waters of Death (2018)

 

Aπό τους δίσκους που οφείλω στο Forgotten Scroll και στο review του @CountRaven . Το κλείσιμο στο review αντικατοπτρίζει απόλυτα το μουσικό έπος των Άγγλων.


This is an amazing album. This is how epic metal should be played in my opinion: enough space for serious heavy metal and doom metal touches. Amazing agony riffs, but also complete melodic guitar parts and interludes, deep vocal melodies and a gray, misty almost mournful atmosphere.


Δύο πυλώνες δομούν την μαγεία που ξετυλίγεται στο Waters of Death, η ατελείωτη ριφολογία του James Ashbey με μίνι solo injections κι η φωνάρα της Thumri Paavana.


Ο επικός καμβάς δημιουργείτε από τον Ashbey που παίζει τις κιθάρες του και χρωματίζει τον ηχητικό χώρο. Άλλες μπάντες φέρνουν έναν πληκτρά, του δίνουν ένα σάπιο Sanyo κι αρχίζει να πατάει μπάσες νότες τις οποίες κρατάει για δεκαοκτώ τόνους κι (ουάααου που θα έλεγε κι ο Γιάνης) και φτιάξαμε ατμόσφαιρα. Αντί αυτής της κακομοιριάς, ο Ashbey απλά παίζει heavy/doom ριφάρες και γκρεμίζει το σύμπαν. Στον καμβά έρχεται να ζωγραφίσει η Paavana. H κοπέλα έχει απίστευτη φωνή, με επιβλητική doom χροιά χωρίς όμως να γίνεται κουραστική. Είναι η Μελπομένη, η μούσα της τραγωδίας, είναι η μονοφωνική στομφώδης απαγγελία σε αρχαίο δράμα που συνταράσει τις ψυχές του πλήθους. Η ιδανική ερμηνεύτριά για ένα τέτοιο project.


Έξι κομματάρες, σχετικά μεγάλης διάρκειας (πλην του μονολιθικού τετράλεπτου Across Grey Waters, που δεν πρόλαβε να μεγαλώσει), ότι πρέπει για τα προσωπικά μου γούστα που απολαμβάνω μπαμπάτσικα κομμάτια με μπόλικη πληροφορία, τίγκα στην εμπειρία κι ερεθισμό απόκρισης διάθεσης. Το πιο χαρακτηριστικό άσμα του δίσκου το Time and the Gods και το προσωπικό αγαπημένο είναι το δεκάλεπτο έπος Devouring Fire, που το ντουέτο ξεδιπλώνει με αργούς (άλλα όχι βασανιστικούς) ρυθμούς τα μουσικά καλούδια ενός βιωματικού heavy/doom αριστουργήματος.


Στίχοι περιγραφικοί που κρύβουν εσωτερική αναζήτηση, παράθεση γεγονότων και συναισθηματικά φορτισμένοι μονόλογοι με τον λυτρωτικό χαρακτήρα της Λήθης (είναι και το όνομα της μπάντας στα Λατινικά άλλωστε). Οξύμωρο το όνομα πάντως γιατί τέτοια δισκάρα άπαξ και την γευτείς ακουστικά δεν την ξεχνάς με τίποτε.


Στα thanks credits υπάρχει κι Ελληνική παρουσία με τους Αλεξανδράκης, Μπακουλας που είχαν πρότερη συμμετοχή στη μπάντα, αλλά και του Nick Παπακώστα (φαντάζομαι εννοεί των Strikelight, κι όχι τον μπάρμπα από τους Vice Human).


Εξαιρετικό και το εξώφυλλο/πίνακας ζωγραφικής από τον καλλιτέχνη Stefan Bleyl, όπου μία ματιά που έριξα στο πορτφολιό του, έχει ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο, αλλά δεν αναιρεί την φοβερή δουλειά που κοσμεί το βινύλιο μου.


Δισκάρα για ολονύκτιες ακροάσεις, ιδανικά με συνοδεία φωτιάς σε τζάκι, το πιστό σκυλί δίπλα στα πόδια του αφέντη και συναθροισμένους λαβωμένους (DnD) συμπολεμιστές, για μία επική βραδιά αναμνήσεων και περισυλλογής.

Mentalist - Freedom of Speech (2020)

 

Είναι ξεκάθαρο πως αν στο ρόστερ των Mentalist δεν συμμετείχε ο τεράστιος Thomen Stauch, δεν υπήρχε περίπτωση να δώσω σημασία σε μία ακόμη random Γερμανική power μπάντα. Αλλά η παρουσία του και μόνο με έβαλε στην διαδικασία του pre-order με κλειστά τα μάτια και cross my heart and hope to die. Τους υπόλοιπους δεν τους ήξερα, παρά την παρουσία τους σε διάφορα μουσικά projects από δω κι από εκεί. Ειδικά ο Σουηδός τραγουδιστής Rob Lundgren έχει κρατήσει πολλά μικρόφωνα.


Ξεφυλλίζοντας αρχικά το booklet παρατήρησα κάποιο τυπογραφικό λάθος. Στα credits του artwork αναφέρεται ο Andreas Marschall. Λάθος πρέπει να είναι αυτό, ή κάποια συνωνυμία γιατί αδυνατώ να πιστέψω πως ο μέγιστος δάσκαλος σχεδίασε αυτό το ανυπέρβλητα αισχρό εξώφυλλο. Λογότυπο σε αποχρώσεις του πορτοκαλί σε ότι να 'ναι γραμματοσειρά με τις ακτίδες φωτός από πίσω στο να διαπερνούν τα σύννεφα του γαλανού ουρανού. Ανετά αυτό το καρακιτσαριό logo θα μπορούσε να παίξει σε αμερικάνικη τηλε-ευαγγελική εκπομπή. Ύστερα ο μπάρμπας (να υποθέσω ο Mentalist) με την καμπαρτίνα επιδειξία και την κουκούλα (ο άεργος τρίτος ξάδερφος του Τυφλού Φρουρού), κρατώντας την Ελεύθερη Ώρα, με το κίνημα των Αγανακτισμένων και τους Δεν Πληρώνω να κρατούν κομμάτια πίτσας με το Ying Yang. Θέλει σκληρά ναρκωτικά για να φθάσεις σε τέτοιο concept. Κι ο Λευκός Οίκος με το Κρεμλίνο και την Αγία Σοφιά στο background.


Το σοκ του εξώφυλλου ξεπεράστηκε εύκολα, έχω δει και χειρότερα. To έβαλα να παίξει με την αγωνία "για να δούμε τι θα ακούσουμε". Nothing special, τετριμμένο power metal της Γερμανικής σχολής των late 90s, πολλές ιδέες που έχουν χιλιοπαικτεί, στίχοι που περνούν απαρατήρητοι (You focus on your money app, Meanwhile you walk in a trap, Someone steals your purse away) αλλά με δύο τρεις καλές στιγμές που αξίζουν προσοχή.


Το Your Throne (δεν αναφέρεται στην τουαλέτα) είναι καλό κομμάτι και το γουστάρω. Δυνατές κιθάρες, δομή μεταβαλλόμενη (θύμισε λίγο τις Savage Circus ματσακωνιές), και τα φωνητικά να δίνουν πράμα. Επίσης το Run Benjamin θυμίζει (κάπως) παλιές καλές εποχές που το power metal από την χώρα του Bratwurst μοίραζε ανατριχίλες. Σε γενικές γραμμές, σαν φαν αυτής της μουσικής σχολής που μου έχει χαρίσει τόσο όμορφες στιγμές, το Freedom of Speech χτυπάει κάποια όμορφα καμπανάκια, οπότε το συνολικό αποτέλεσμα έχει ένα θετικό πρόσημο. Δίχως όμως να παραβλέπω πως το σύνολο του άλμπουμ είναι πράγματα που πάνω κάτω έχουν ξαναπαιχτεί, περισσότερο αναμασήματα του παρελθόντος παρά ρετρό μουσικές ιδέες για να θυμούνται οι παλαιοί και να μαθαίνουν οι νέοι.


Σε κάθε περίπτωση, η επαναδραστηριοποίηση του Stauch, μετά τους Serious Black, είναι σημαντική. Ακόμη κι αν θυμίζει επαγγελματία ποδοσφαιριστή που πλησιάζει τα σαράντα, με καράφλα και μπάκα και πλέον βολοδέρνει σε ομάδες Γ' κατηγορίας. Ανυπομονώ και την κυκλοφορία από το άλλο project του, τους Dawn of Amber. Τα teaser video που δημοσιεύουν εδώ και 2 χρόνια αφήνουν υποσχέσεις κι ίσως είναι το μεγάλο comeback του αγαπημένου μου βάρδου.

Kotipelto - Coldness (2004)

 

Οποιοδήποτε CD ή δίσκος μπαίνει στη συλλογή μου, λαμβάνει τη μόνιμη θέση του. Δεν έχω πουλήσει ποτέ CD, κι ούτε πρόκειται να το κάνω, όσο κακό κι αν βρίσκω κάποιο άλμπουμ. Όσο χάλια, βαρετή, ανούσια, μουσική κι αν έχει γράψει ένας καλλιτέχνης, βρήκε το δρόμο του για να κυκλοφορήσει και να γίνει διαθέσιμο στο ευρύ κοινό, οπότε έχει το λόγο ύπαρξής του.


Με το Coldness έφθασα πολύ κοντά να αναιρέσω όλες τις παραπάνω αντιλήψεις. In my humble opinion, ένα αφόρητα βαρετό άλμπουμ, από έναν τραγουδιστή που πάντα την φωνή του (αλλά και την ανθρώπινη υπόστασή του, τα λένε χρόνια οι ερευνητές του παραφυσικού αλλά ποιος τους ακούει) έβρισκα αμφιλεγόμενη. Η φωνή του Kotipelto δεν είναι κακή, τουναντίον θα μπορούσε να χαρακτηριστεί "αλάνθαστη". Κλασσική υψίφωνη europower φωνή, με μοναδική χροιά που αφήνει άμεσα το ψηφιακό της αποτύπωμα στο μυαλό του ακροατή. Με χαλάει όμως που δεν βρίσκω "ψυχή" στις φωνητικές γραμμές, δεν βρίσκω συναίσθημα, σαν να έχουμε βάλει ένα cyborg να τραγουδάει (βρε λες?).


Άσχετα με τις παραπάνω εικασίες, το Coldness παίζει που και που στο player. Λόγω ενός περίεργου αθεράπευτου ψυχαναγκασμού από τον οποίο πάσχει ο βλαμμένος ψυχισμός μου, δίνω περιστασιακές ακροάσεις ακόμη και σε άλμπουμ που δεν γουστάρω. Σπαράζει η καρδιά μου να τα βλέπω να κάθονται στο ράφι. Αλλά το Coldness, σταθερά παγερά αδιάφορο. Δέκα κομμάτια ψευδοeuropower/hardrockάκια κι ούτε ένα να μου κάνει κάποιο κλικ.


Κι έχει τον τεράστιο Michael Romeo στις κιθάρες, το συνοδοιπόρο Στρατόσαυρο Kainulainen και τους έμπειρους Rantanen/Wirman σε τύμπανα/πλήκτρα, αλλά τα κομμάτια συγγραφής και παραγωγής του Kotipelto θέλουν παραπάνω κούκους για να έρθει η άνοιξη. Έπαιξε ρόλο κι οι κάποιες προσδοκίες που είχα γιατί το πρώτο του solo, το Waiting for the Dawn ήταν αξιοπρεπές με ωραίες ιδέες.


Άσχετα αν τρελαίνομαι ή όχι για τη φωνή του Timo, αναμφισβήτητα είναι χαρακτηριστικά μοναδική. Ξεχωρίζει αμέσως, έχει τη δική της ταυτότητα κι έχει ερμηνείες σε πολύ δυνατά Stratovarius τραγούδια. Μοναδική κι αναλλοίωτη είναι κι η μόνιμη έκφραση που παίρνει ο Κοτιπέλτος σε κάθε φωτογραφία. Αυτό το βλοσυρό ύφος, με το ανεπαίσθητο duckface στα χείλη, ελαφριά κλίση ολίγων μοιρών το κεφάλι στα δεξιά, μαγνητίζει το φακό. Οι πόζες αλλάζουν, η έκφραση όμως ποτέ. Ένα απλό googlάρισμα επιβεβαιώνει τη θεωρία και μπορεί να γεννήσει πολλά σενάρια για το ποιος ή τι πραγματικά είναι ο Timo.

Iron Maiden - Piece of Mind (1983)

 




Ήταν καλή φάση, για όσο κράτησε, όταν μαζί με καλούς φίλους και κάποια παιδιά από το forum του rpg.gr (respect στον Έρικ και τη Αλίνα) είχαμε φτιάξει μία λέσχη φίλων λογοτεχνίας. Νοικιάζαμε ένα χώρο λίγων τετραγωνικών σε ένα από τα κτίρια της Χαλκοκονδύλη στο κέντρο όπου κάθε Παρασκευή βράδυ μαζευόμασταν κι είχαμε αφιέρωμα σε κάποιον συγγραφέα. Δεν το είχαμε δει (τελείως) νερντoυλίστικα και δεν το περιορίσαμε στην high/dark fantasy, sci fi ή στην horror λογοτεχνία. Υπήρχε μία πιο κουλτουρέ προσέγγιση στο θέμα, π.χ. κάποια Παρασκευή είχαμε ανάλυση στο έργο του Καβάφη (όπου έγινε αρκετός χουλιαμάς μιας και βγήκαν κάποιοι ομοφοβικοί από τις ντουλάπες τους). Κάποιοι ετοίμαζαν και προέβαλαν μία μικρή παρουσίαση στο μίνι προτζέκτορα που είχαμε εξασφαλίσει, γινόταν ανάγνωση επιλεγμένων αποσπασμάτων, ενώ κάποιος έβρισκε άλλες μορφές τέχνης (συνήθως εστιάζαμε στη μουσική και στα εικαστικά) που συσχετιζόταν με το έργο του συγγραφέα.


Στην αξιομνημόνευτη Παρασκευή που θα την αφιερώναμε στο σπουδαιότερο μούσι της SciFi λογοτεχνίας, τον Frank Herbert κι είχα επωμιστεί το έργο να βρω μουσική συσχετισμένη με το λογοτεχνικό έπος Dune. Γεμάτος Guardianική περηφάνεια, περίμενα πως και πως γεμίσει το δωματιάκι (120 ευρώ το μήνα δίναμε, εμείς κι η Original) με την αθάνατη κιθάρα νουαυαα να νουουα να νααα ναααα ναα ναααα νααααααααααα του Traveler in Time. Για αδιευκρίνιστο λόγο προτίμησα, να βάλω ως εναρκτήριο άσμα να παίξει το To Tame a Land των Maiden κι η πααααμμμμ, μπαρλαλαλα λααααμ, μπαρλαλαλαλαλουα λα μπααμμμμ κιθαριστική εισαγωγή μάγεψε το ακροατήριο. Και τότε έγινε η ερώτηση από κάποιον που εκτροχίασε την όλη φάση. "Maiden δεν είναι αυτό;"


To Το Tame a Land δεν είναι απλά "ένα ακόμη Maiden" κομμάτι, είναι από τα καλύτερα έργα τους που με την πάροδο του χρόνου ωριμάζει σαν στο Ουίσκι από το Tennessee (εκεί που κάτι τεμπελχανάδες παίζουν με τις τάπες των βαρελιών), κι ενώ όλοι βάζουν το δίσκο για να ακούσουν τα χιλιοπαιγμένα Revelations, Flight of Icarus και The Trooper, στο επικό κλείσιμο είναι που χαμογελούν πραγματικά.


Κι αυτό ήταν το point που άλλαξε το διαλεκτικό ρου της βραδιάς, όπου αντί να πιάσουμε το μεγαλείο του Dune και το συλλογικό έργο του Herbert, ξεκινήσαμε να λέμε για το Piece of Mind και που μπορεί να οφείλεται το γεγονός πως ενώ υπάρχουν μουσικοί θησαυροί σαν το Still Life, Sun and Steel και το αναφερθέν έπος, υπήρξε διαχρονικά σαφής προτίμηση του κοινού στα πιο εύπεπτα mainstream maiden hits του άλμπουμ.


Ωραία κουβεντούλα με Maiden μουσική από τις χρυσές εποχές, Παρασκευή βράδυ με καλή παρέα. Ντροπή μας κι αίσχος για την ασέβεια στο τεράστιο μούσι (που μεταφέρθηκε για την τότε επόμενη εβδομάδα), αλλά κι οι μαλλιάδες ήταν, είναι και θα είναι μέρος της κουλτούρας μας.


Piece of Mind, βινύλιο 180 γραμμαρίων, κατά καιρούς ο αγαπημένος μου Maiden δίσκος, σίγουρα εκείνος με τον πιο απολαυστικό (κατ'εμε) Dickinson.

Therion - Beloved Antichrist (2018)

 

Στον κάθε άνθρωπο έχουν υπάρξει μοναδικές στιγμές στη ζωή που έφθασε ή ξεπέρασε τα οριά του. Τέτοιες στιγμές που είναι πιο έντονες στην μνήμη μου ήταν όταν έτρεξα ημιμαραθώνιο, όταν είχα καταναλώσει για πρωινό ανακαταμμένο μείγμα καφέ/coca colla/red bull/τσάι (εξεταστική γαρ - κι έζησα), όταν είχα πάρει σάντουιτς από τον λέχρα με τη μαύρη σακούλα στο Κλουβί (κι έζησα), όταν συμμετείχα σε from dusk till dawn tennis όπου έπαιξα για 9 ώρες συνεχόμενο τένις (με μικρά διαλλείματα) για φιλανθρωπικό σκοπό κι όταν είχα βγάλει νύχτα σε αυτοδιαχειριζόμενο στέκι... έχουν γίνει πράγματα γενικότερα.


Ο άθλος να κάτσω να ακούσω (σερί) την τρίωρη ατελείωτη βαρεμάρα των Therion, Beloved Antichrist, δεν νομίζω ότι μπορεί να συγκριθεί με οτιδήποτε άλλο.


Μία εγκληματικά κακογραμμένη νερόβραστη μουσική σούπα, σερβιρισμένη σε μορφή όπερας, κακούργημα ενάντια στην τέχνη.


Δικαίωση για τους Kürsch/Olbrich πως ο φίλος τους ο Christofer Johnsson δημιούργησε κάτι πολύ χειρότερο (metal opera κι έτσι) από το Legacy of the Dark Lands.


Υποψήφιο για το πιο ανούσιο άλμπουμ όλων των εποχών.

Blind Guardian - Imaginations from the Other Side (1995)

 




Το αγαπημένο άλμπουμ όλων των εποχών, η καλύτερη μπάντα στην καλύτερη της στιγμή. Η απόλυτη μουσική τελειότητα, μία ονειρική ομάδα βάρδων, η θεσπέσια φωνή, σεμιναριακή παραγωγή, o καλύτερος μηχανικός ήχου, αραβουργιματικοί στίχοι κι ένα μοναδικό έργο τέχνης για εξώφυλλο. Ακόμη κι ο τίτλος είναι ότι καλύτερο θα μπορούσε να εμπνευστεί κάποιος.


Το Imaginations from the Other Side δεν είναι απλά το άλμπουμ που θα τοποθετούσα πρώτο σε κάποια all time λίστα προτίμηση, είναι κάτι πολύ παραπάνω. Η σύνδεση που έχω με τα 50 λεπτά μουσικής που αποτελούν την ψυχή των ψηφιακών δίσκων της φωτογραφίας, θα μπορούσε να συγκριθεί με τη σύνδεση που έχω για κάποιο κοντινό μου πρόσωπο. Το έχω ακούσει άπειρες φορές, σε όλες τις διαφορετικές εκδόσεις που κάθε τρεις και λίγο τα labels των Guardian κυκλοφορούν, μα δε λέει να γεράσει μέσα μου.


Στο άλμπουμ υπάρχουν δυσδιάκριτες διλογίες/τριλογίες που μουσικές και στιχουργικές αλληλοαναφορές. Ξεκινώντας από το εναρκτήριο ομότιτλο φαίνεται η φανταστική δουλειά του Flemming Rasmussen. Στο Imaginations (το κομμάτι) για πρώτη φορά οι Guardian εισάγουν ξεκάθαρα πανέμορφες progressive κιθάρες. Η φωνή του Hansi με τις ανατριχιαστικές εναλλαγές δίνει σώμα και πνεύμα στους στίχους, τα χορωδιακά φωνητικά να ορίζουν το ηχητικό τοπίο, πλήκτρα και μιξαρισμένα εφέ δίνουν την ατμόσφαιρα αλλά αυτός που είναι ο πραγματικός πρωταγωνιστής είναι τα τύμπανα του Thomen Stauch. Το δομικό υλικό του εναρκτήριου αριστουργήματος είναι το συγκλονιστικό παίξιμο κρουστών που κρατούν έναν εξωπραγματικό ρυθμό, έναν ρυθμό που όσο διαρκεί μεταφέρομαι στο μυαλό του βλαμμένου πιτσιρικά που έχει μπερδέψει τους κόσμους φαντασίας με την ζοφερή πραγματικότητα.


Η τριλογία συνεχίζεται με το "πειραματικό" έπος Bright Eyes με τις υπέροχες κιθαριστικές μελωδίες των Siepen/Olbrich και την μοναδική ερμηνεία της απόλυτης φωνής. Στο Bright Eyes γίνεται ξεκάθαρο (στιχουργικά) πως ο μικρός το έχει χάσει τελείως, αλλά σαν ακροατής θέλω να παραμείνω κοντά του για να δω το τέλος της ιστορίας. And the Story Ends, το καλύτερο κλείσιμο δίσκου στην ιστορία της μουσικής. Μπαίνουν τα αααουααα αααουααα αουαααα αααααα... and the story ends... ΕΠΟΣ!!! Ένα κομμάτι που ζωντανεύει τον μαγικό καθρέπτη που εικονίζεται στο εξώφυλλο, ο οποίος με καλεί να ταξιδέψω στους μαγικούς κόσμους της φαντασίας και να ελευθερωθώ από την τρέλα της πραγματικότητας. Κι όσο ξεκάθαρα αν είναι τα τεκταινόμενα της τριλογίας, η υποβόσκουσα μυστηριακή ατμόσφαιρα των κομματιών αφήνει το ερώτημα ποιος είναι τελικά εγκλωβισμένος στην πραγματικότητα και ποιος στην φαντασία. Ο χαρακτήρας που ενσαρκώνεται από τους στίχους ή εγώ ο μαγεμένος ακροατής; Το And the Story Ends κλείνει με cliff-hanger για το αν ο πιτσιρικάς πέρασε στην άλλη πλευρά του μαγικού καθρέπτη, το οποίο φρόντισαν οι αγαπημένοι μας βάρδοι να απαυτώσουν χρόνια αργότερα με τη μπούρδα του Red Mirror.


Διλογία είναι και το I'm Alive με το Born in a Mourning Hall. Δύο "γρήγορα" κομμάτια που ανοίγουν τόσο επικά που δημιουργούν χαμόγελα ικανοποίησης για το πόσο τέλειο ήχο μπορεί να βγάλει η καλοπαιγμένη κιθάρα του Olbrich. Ειδικά στο Born in a Mourning Hall, η αλληλουχία παιξίματος της εξάχορδης προκαλεί πολλαπλούς οργασμούς, ότι γαμηστερότερο έχω ακούσει ποτέ. Και στα δύο κομμάτια ο στίχος στριφογυρίζει γύρω από το διαρκή χειραγώγηση που λαμβάνουμε σε πολλαπλά επίπεδα, αλλά τα λυτρωτικά ρεφρέν που απογειώνει η φωνή του Kürsch σφύζουν power metal ενέργεια, γιατί η μάχη ενάντια στις σκιές δεν έχει τελειώσει ακόμη.


Η πιο ξεκάθαρη διλογία είναι το King Arthur saga με το A Past and Future Secret και το Mordred's Song. Ο όρος "μπαλάντα" αδικεί πλήρως αυτούς τους δύο μουσικούς ογκόλιθους. Το πρώτο είναι απλά απόφθεγμα πανέμορφης επικής μουσικής. Βρήκαν κάπου στη Δανία (όπου έγινε η όλη παραγωγή) πρωτογενές ακατέργαστο κοίτασμα unbelievable beautiful epic music, το έστυψαν, το απόσταξαν και βγήκε το A Past and Future Secret. Όμοια και το Mordred's Song με ένα κλικ λιγότερης τελειότητας γιατί όπως και να το κάνουμε όταν μπαίνουν σε σύγκριση αυτές οι δύο αναγεννησιακές metal δημιουργίες το πρώτο πάντα κερδίζει. Στιχουργικά ναι μεν έχουμε Βασιλιά Αρθούρο και Μόρντρεντ, αλλά όχι στην κλασσική παπαρολογία "Είμαι ο Mordred κι είμαι κακός, τρώω ιππότες για πρωινό". Οι στίχοι και στα δύο κομμάτια είναι ποίηση δίνουν ελάχιστες αναφορές και μπορούν εύκολα να συμπεριληφθούν στο γενικότερο πλαίσιο του άλμπουμ. Γενικότερα το Imaginations from the Other Side θα μπορούσε να χαρακτηριστεί concept άλμπουμ από το κατάλληλο πρίσμα, ακόμη ένα χαρακτηριστικό που το κάνει τόσο μοναδικό.


Η τελευταία διλογία είναι το The Script for My Requiem και το Another Holy War με τις πανέξυπνες σπονδυλωτές δομές, τα χορωδιακά ρεφρέν και την θρησκευτική θεματική. Η καταστροφή του θρησκευτικού φανατισμού μέσα από τις Σταυροφορίες και το σενάριο ενός νέου Μεσσία. Δύο heavy metal κομμάτια που αντέχουν στο πολλαπλό repeat, έχουν μπόλικη εξαιρετική μουσική να δώσουν και ρεφρέν τόσο δυνατά που αποτυπώνονται αυτόματα στη μνήμη. Το Another Holy War υπήρξε το αγαπημένο μου Guardian κομμάτι για χρόνια, μέχρι που εκθρονίστηκε από ένα, προσεχές στη συλλογή μου, άλλο έπος.


Τις συγγραφικές και παικτικές δυνατότητες των Guardian τις γνώριζα, τις σεβόμουν και πριν το Imaginations. Αλλά με τον Rasmussen στην παραγωγή, τον Piet Sielck στον ήχο αλλά και μορφές σαν τον Ronnie Atkins για backing vocals, τίποτε δεν έγινε τυχαία. Και ναι, το εξώφυλλο είναι έργο τέχνης, είναι το καλύτερο εξώφυλλο που έχουν αντικρύσει τα δύο μου μάτια (obviously το όλο post είναι προσωπική γνώμη), βγάλτε την πατσαβούρα τη Μόνα Λίζα από το Λούβρο και βάλτε την δρακοκιθάρα. Ο Andreas Marschall, όπως κι ο ίδιος παραδέχεται στα liner notes της επετειακής Earbook έκδοσης, είναι η καλύτερη δουλειά του. Ο βάρδος, ο φρουρός, η δρακοκιθάρα που μπροστά από τον μαγικό καθρέπτη, οι κόσμοι της φαντασίας που σε καλούν πίσω από αυτόν και το βιβλίο που πάντα θα εσωκλείει και διαιωνίζει την μυθοπλασία των ανθρώπων. Τους κόσμους που πλάθει η φαντασία μας, από την απαρχή της ύπαρξής μας, χωρίς ποτέ να είναι ξεκάθαρο τι είναι πραγματικό και τι όχι. Ένα εξώφυλλο στο οποίο έχω χαθεί άπειρες στιγμές, στις ατελείωτες λεπτομέρειες, όπως η μουσική του άλμπουμ, περίπλοκη, διακριτικά σκοτεινή, ελκυστική, πύλη για την άλλη πλευρά.

HammerFall - Rebels with a Cause (2008)

 


Αυτά τα DVD που στην ουσία είναι ένα κολλάζ από συνεντεύξεις, backstage, tour clips και μουσικά video clips, είναι θησαυρός για τους hardcore οπαδούς της μπάντας αλλά αδιάφορα για όλους τους υπόλοιπους. Αν απλά γουστάρεις HammerFall αλλά δεν κόβεις φλέβες για αυτούς, το τρίωρο σχεδόν περιεχόμενο του Rebels with a Cause γίνεται κάπως βαρετό.


Το μόνιμο κόλλημα σε αυτού του είδους wannabe rockumentaries είναι ότι πρέπει (πάντα) σε κάποιο σημείο να φανούν αντιαισθητικά οπίσθιά (και καλά ξεκαρδιστικό). Στην έναρξη της απολαυστικής ομαδικής συνέντευξης της μπάντας, το Rebels with a Cause δίνει για ζέσταμα κωλαρίκο Anders Johansson και δυστυχώς what has been seen cannot be unseen.

Achelous - Macedon (2018)

 

Από τα fanzines Legions και Experience the Power έμαθα τους Αθηναίους Achelous και με ιντρίγκαρε η περιγραφή του παραδοσιακού heavy metal σε συνδυασμό με την concept θεματολογία για τον ξακουστό Μακεδόνα στρατηλάτη. Η πρώτη μου απορία ήταν στο όνομα της μπάντας, αφού πίστευα πως έχει να κάνει με τον ποταμό Αχελώο (μετά τις μπάντες με ονόματα ηπείρων και πόλεων τώρα και ποτάμια. Σειρά θα έχουν τα βουνά κι οι Pentelica). Αλλά η απορία λύθηκε όταν πρόσεξα πως είναι το επίθετο του Chris, το παλικάρι που την ξεκίνησε σαν σόλο φάση πριν μπουν στην ομάδα κι οι υπόλοιποι παικταράδες.


Κι όπως πολύ ωραία τα έγραφαν τα παλικάρια από τα fanzines, το Macedon είναι αγνό ανόθευτο κλασσικό heavy metal με τρία εξαιρετικά κομμάτια (Gordian Knot, Gaugamela και Persepolis) και το υπόλοιπο άλμπουμ να έχει τις όμορφες στιγμές του. Ειδικά η περιγραφή της μάχης στα Γαυγάμηλα είναι τεράστιο έπος. Ξεκινάει ωραία με την Ποντιακή Λύρα που παίζει ο Παυλάντης με το κλασσικό ροκ ρυθμό της μουσικής των Ποντίων. Αρχίζω εγώ να ρίχνω ένα Κότσαρι μέχρι που μπαίνει η τσαμπουκαλεμένη ριφάρα και το γυρνάω σε ανελέητο headbanging. Μου αρέσει όλος ο δίσκος, κι ας υπάρχουν κάποιες "άγουρες" στιγμές, ειδικά όταν πέφτουν οι ταχύτητες. Στα πολεμικά όμως κομμάτια η Μακεδονική φάλαγγα έχει προτάξει τις σάρισες μπροστά και προελαύνει.


Οι κιθάρες των Chris/Μαυρομμάτη/Ντίνου είναι όλα τα λεφτά. Στο Warriors with Wings δίνουν σεμινάριο πως να δημιουργήσει επική πολεμική ατμόσφαιρα με έξι χορδές κι έναν ενισχυτή, χωρίς πλήκτρα/χορωδίες ή ακριβοπληρωμένα samples. Η φωνή του έτερου Χρήστου Κάππα την πάω με τα χίλια. Όπως κι άλλοι Έλληνες metal τραγουδιστές, έχει την κλασσική "όλα χύμα" χροιά με αγγλική προφορά που δεν την χαρακτηρίζεις Οξφορδιανή, αλλά ταιριάζει απόλυτα στο heavy metal. Κι ο drummer Ρούσης, πέρα από το γαμάτο Motorhead "ζμπούτσαμ όλα" στήσιμο στην φωτογραφία του booklet, φέρνει με επιτυχία εις πέρας το δύσκολο έργο των τυμπάνων που απαιτεί τέτοια μουσική.


Ενδιαφέρον έχει το πως ηχεί στα αυτιά ενός Έλληνα μουσική που οι στίχοι εμπεριέχουν πολλές ονόματα ανθρώπων και τοποθεσιών που είμαστε εξοικειωμένοι με την Ελληνική απόδοση. Προς χάριν του αγγλικού στίχου, είναι λογικό ο καλλιτέχνης να ακολουθεί την Αγγλική απόδοση, το οποίο στις πρώτες ακροάσεις ηχεί παράξενο στα αυτιά μου. Για παράδειγμα, στο στίχο


The Persians will fall, In the land of Gaugamela


Τα Γαυγάμηλα στα αγγλικά ο τονισμός μετακινείται προς μία συλλαβή δεξιά και γίνεται Γαυγαυμήλα (φάση μίλα ρε γαβ γαβ) το οποίο στις πρώτες ακροάσεις θα ξενίσει κάπως. Όμορφες λεπτομέρειες που κάνουν τέτοια μουσικά έργα ακόμη πιο μοναδικά.


Εξαιρετική επιλογή η στιχουργική ενασχόληση με την εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Όπως έχω ξαναγράψει όλες οι περίοδοί της Αρχαίας Ελληνική ιστορίας και των Ελληνιστικών χρόνων έχουν τόνους υλικό για στιχουργική έμπνευση κι οι metal μπάντες οφείλουν σαν σύγχρονοι βάρδοι και ραψωδοί να το πλάσουν μουσικά δημιουργώντας μία καλλιτεχνικά αριστουργήματα, αναφορές στο μακρινό παρελθόν που μας μαγεύει ύστερα από 2 και βάλε χιλιετίες.

Judas Priest - Firepower (2018)

 

Εδώ ταιριάζει η ατάκα των Myers και Carvey, από την (απίστευτα βαρετή και σαχλή - in my opinion) ταινία Wayne's World, στην σκηνή με τον Alice Cooper. We're not worthy! We're not worthy! Η metal κοινότητα, η μουσική σκηνή, η ανθρωπότητα η ίδια δεν είναι άξια για την υπερμπάντα Judas Priest. Με παρουσία 50 χρόνων, να έχουν δώσει τα πάντα από ύμνους, αλμπουμάρες, live που έχουν μείνει στην παγκόσμια ιστορία, να κυκλοφορούν τον 19ο δίσκο τους, με δεκατέσσερα κομμάτια (13 + 1 instrumental πρελούδιο) και να είναι τόσο μα τόσο γαμημένα τέλειος.

Κι η τιποτένια ανθρωπότητα να τους έχει ξεγράψει, να μην τους έχει μόνιμα headliners στα μεγαλύτερα φεστιβάλ, να παίζουν στην μεγαλύτερη αρένα του κόσμου μπροστά σε 250.000 κόσμο και ταυτόχρονα με ολογράμματα να μεταδίδεται τo live και σε άλλες πόλεις του κόσμου (θα γαμούσε απίστευτα κάτι τέτοιο, παγκόσμια περιοδεία με μία μόνο συναυλία).


Το Firepower είναι απίστευτος δίσκος, κι ας μην έχει τον Κάππα Κάππα κι ας έχει γεράσει ο υπερκαράφλας κι η φωνή του δεν βγάζει τις τσιρίδες της νιότης του. Όταν αυτό το άλμπουμ πάρει τις απαιτούμενες ακροάσεις (είναι θέμα χρόνου) πιστεύω πως θα κοιτάξει στα ίσια τα μεγαθήρια του παρελθόντος και πιστεύω πως θα μπει εύκολα στο προσωπικό μου top 5 των Priest. Οι Tipton/Halford/Faulkner έκατσαν κι έγραψαν φρεσκότατη JP μουσική, χωρίς safe μανιέρες (όπως στο Angel of Retribution), ούτε πειραματισμούς (βλέπε Nostradamus), αλλά μπήκαν σε μία χρονομηχανή γύρισαν στις αρχές του 90 κι έφεραν τον πραγματικό διάδοχο του Painkiller.


Κυλάει νεράκι όλο το άλμπουμ, από τα κλασσικά πριστικά Firepower, Lightning Strike, τον ύμνο Never the Heroes, το αγαπημένο Necromancer (στο οποίο ο Halford δίνει τσιρίδα - έχουν λυσσάξει οι πάντες, 69 έχει φθάσει ο gay της καρδιάς μας), ρεφρενάρα το Children of the Sun (κάθε σοβαρό άλμπουμ που σέβεται τον εαυτό του πρέπει να έχει ένα κομμάτι με τίτλο Children of the ... κάτι) και μετά από το χαλάρωμα του Guardians/Rising from Ruins πάμε full επίθεση με Flame Thrower/Spectre και No Surrender. Κλείσιμο με Sea of Red, από τα ιδιόμορφα απολαυστικά ατμοσφαιρικά τραγούδια που μόνο οι Priest μπορούν να γράψουν.


Είναι από τα σπάνια άλμπουμ που πραγματικά δεν μπορώ να αποφασίσω αγαπημένο κομμάτι, ούτε καν top three. Υπάρχει μία τόσο μαγευτική ισορροπία καλής μουσικής, εξαιρετικό δημιούργημα από τους πραγματικούς τιτάνες της heavy metal.


Αυτή την μπαντάρα που μας προσφέρει τόσο μεγαλείο, ακόμη και με 50 χρόνια στην πλάτη της (όταν άλλοι τα παράτουν στην δεκαετία και μετά το παίζουν "θρύλοι" κι έτσι) περίμενα πως και πως να δω live, έστω και σαν guest support της σάπιας μούμιας που μας το πήγαινε από αναβολή σε αναβολή (κι ήρθε ο Covid κι έδεσε το γλυκό). Μην ακυρώνετε τη συναυλία, βάλτε τον Ozzy σε μία σαρκοφάγο να κάνει τον Mumm-Ra κι αφήστε τους Priest να δώσουν τρίωρη λαίβάρα στη θέση του, να παίξουν παλιούς και νέους ύμνους αντί να ακούσουμε για χιλιοστή φορά ξεψυχισμένη εκτέλεση του Paranoid.


Ανυπομονώ πως και πως το επόμενο έπος τους.

In Flames - The Jester Race (1996)

 

Κάποτε οι In Flames ήταν μπαντάρα και κυκλοφορούσαν δισκάρες σαν το Jester Race. Πριν γίνουν μοδατοί, γκρουβάτοι και προδώσουν το σωστό μελωδικό death metal. Έγραφαν εκπληκτικές ακουστικές κιθάρες για να τις εντάξουν σε μουσικά death έπη χωρίς να προσπαθούν να πουλήσουν ψεύτικη αγριμίλα.


Το Jester Race με είχε συγκλονίσει όταν το πρωτοάκουσα, με κομματάρες σαν το Moondance, Lord Hypnos, Dead Eternity, December Flower. Η μελωδία κι η death επιθετικότητα μπαλαντζάρισαν με τη φωνή του Fridén να σιγοντάρει τη φάση. Δίχως το κλασσικό μπούκωμα με chromatic ριφ, γιατί είμαστε πολύ διεστραμμένοι και κακοί... αααααααργγγγκκκκκ, χωρίς όμως να μπαίνουν και στα μονοπάτια των γειτόνων τους (λέγε με Φιλανδία) του "παίζω europower και χώνω brutal φωνητικά μπας και ξεγελάσω κανένα". Οι In Flames ήταν γαμάτοι, πρωτότυποι, ερωτεύσιμοι κι με είχαν κάνει να νοιώσω πως ένας νέος μουσικός κόσμος ξανοίγετε μπροστά μου.


Είχα πορωθεί τόσο πολύ που μου είχε περάσει από το μυαλό να αφήσω τα power metal σπαθάκια, τους δράκους, τα λιβάδια κι ότι είχε έρθει η ώρα να γίνω σωστός deathάς με σκληρό δολοφονικό ύφος και το φτυάρι (μεταφορικό και κυριολεκτικό) στον ώμο. Είχε σκάσει τότε όλο το Σουηδικό ρεύμα με Soilwork, At the Gates, Dark Tranquillity και δεν συμμαζεύεται, γινόταν σωστό παιδομάζωμα. Φίλοι και συνοδοιπόροι άλλαζαν πλευρές, προδότες άρχιζαν να εμφανίζονται στις τάξεις των Τευτόνων κι αμφιταλαντευόμουν.


Τελικά δεν πρόδωσα τις αξίες που μας παρέδωσε ο τυφλός φρουρός και δεν παραδόθηκα στις φλόγες. Αγαπάμε πρώιμη σκηνή Gothenburg, αγαπάμε ακόμη και IFK Gothenburg για τις σακούλες που έχει ρίξει στον βάζελο, αλλά μέχρι εκεί.


Το digipack κομμάτι της συλλογής μου περιέχει και bonus κομμάτια από το EP Black-Ash Inheritance.

Skyclad - Jonah's Ark (1993)

 

Κατά τη διάρκεια της πρακτικής μου άσκησης σε κάποιο εργαστήριο της σχολής μου, περνούσα ώρες ατελείωτες μπροστά σε μία οθόνη με κώδικα που θύμιζε Matrix καταστάσεις, σχεδιαγράμματα ψηφιακών κυκλωμάτων, στοίβες βιβλίων, έναν κουβά γεμάτο καφέ και το Winamp player έλιωνε Skyclad MP3s. Για κάποιον λόγο η μουσική των Άγγλων μεταλλικών μουσουργών ταίριαζε απόλυτα με την φοιτητήλα που απόπνεε η δημιουργική περίοδος της πρακτικής μου άσκησης κατά την οποία έγραψα μπόλικο αρχιδάτο κώδικα και σχεδίασα concepts που με ακολούθησαν στην επαγγελματική μου ζωή. Δίνω credit στους Skyclad που ήταν αρρωγοί σε αυτή την προσπάθεια, ως συντροφιά, πηγή έμπνευσης και κοινωνικού προβληματισμού.


Όποιος έχει τελέσει πρακτική σε πανεπιστημιακό εργαστήριο γνωρίζει πως πέρα από την όποια έρευνα, γίνεται γραμματέας του εκάστοτε καθηγητή, καθαριστής κι ενίοτε babysitter όταν θα φέρει το κακομαθημένο μούλικο στο εργαστήριο και πρέπει κάποιος να το κρατήσει απασχολημένο. Υπάρχουν όμως και τα τυχερά, όπως η συναναστροφή με φοιτητές (φοιτητριούλες στην περίπτωσή μας) μικρότερων εξαμήνων, όπου μπορείς να πουλήσεις μούρη "παλαιού" και να γίνει κατιτίς.


Μία λοιπόν ηλιόλουστη ημέρα, εκεί που έγραφα ένα module για multidrive βηματικών κινητήρων κι απολάμβανα το άλμπουμ Jonah's Ark, σκάει στο εργαστήριο το κνίτικο γκομενάκι που ήθελε κάποιες σημειώσεις για εργαστηριακή άσκηση. Τυπική κνίτισα με μπερδεμένο μακρύ μαλλί, γκρίζο παλτό σοβιετίλα, βυσσινί αρβύλες και πολύ περιποιημένο προσωπάκι (αυτά που λένε για αξύριστες κι άπλυτες είναι τεράστιες μπούρδες). Στα ηχεία έπαιζε το Thinking Allowed (και γουστάραμε). Αφού είπαμε τα τυπικά, τις έδωσα τις σημειώσεις, ήθελα να την ξεφορτωθώ να επιστρέψω στην Assembly μου. Κι εκεί με ρωτάει "Judas Priest είναι αυτοί, το Breaking the Law?". Μειδιάζοντας (με αιφνιδίασε η Παπαρήγα), της απαντώ "Όχι, αλλά δίκιο έχεις, μοιάζει λίγο. Είναι Skyclad, έχεις ακούσει?"


Σιγά μην είχε ακούσει, οι Κνίτησες τα έφτιαχαν μονίμως με tribal παιδαράδες από τα ΕΑΑΚ κι οι metal μουσικές αναφορές ξεκινούσαν από Sepultura μέχρι Ektomorf. Αλλά το μυαλό μου πήρε σωστή στροφή κι είπα να παίξω το σωστό χαρτί. "Ξέρεις οι Skyclad είναι heavy metal από Αγγλία με πολύ ωραίο κοινονικωπολιτικό αιχμηρό στίχο. Το συγκεκριμένο άλμπουμ θίγει πολλά θέματα για την οικολογία και την κακή διαχείριση των πόρων του πλανήτη. Κάτσε να ακούσεις, να μου κάνεις παρέα."


Κι απολαύσαμε παρέα το Jonah's Ark με τις όμορφες speedothrashάτες folkies, το έπος Cry of the Land, το Earth Mother, the Sun and the Furious Host, το αγαπημένο Bewilderbeast και το κλείσιμο με την οξύμωρο τίτλο It Wasn't Meant to End This Way. Η τέλεια φωνή του Martin Walkyier να ξεστομίζει πικρές αλήθειες, ερωτήματα απόγνωσης κι η κάθαρση να έρχεται από τις heavy κιθάρες των Ramsey/Pugh, συνοδεία με το βιολί της Jenkins.


Απολογισμός της ημέρας, ένας καλογραμμένο module-δυνατό λιθαράκι για την όλο τότε project, θηλυκή συνοδεία για το φεστιβάλ ΚΝΕ, ακρόαση κι ανάλυση του Jonah's Ark – όχι το αγαπημένο μου Skyclad άλμπουμ, αλλά εξαιρετικό όπως όλες οι δουλειές της τεράστιας μπάντας.


To κομμάτι της συλλογής μου είναι η deluxe edition με bonus το δυνατό EP, Tracks from the Wilderness.

Rage - Carved in Stone (2008)/Gib Dich Nie Auf (2009)

 

Κάθε μπάντα που σέβεται τον εαυτό της κι έχει σκοπό να κυκλοφορήσει περισσότερα άλμπουμ κι από τις σεζόν του Τόλμη και Γοητεία, πρέπει να γράφει που και που, δίσκους σαν το Carved in Stone. Μέτρια μεν, τίμια δε άλμπουμ. Αυτό ακριβώς είναι το Carved in Stone, τίποτε άλλο.


Ο μέσος φανατικός Rage οπαδός θα το πάρει, θα το αγαπήσει γιατί έχει μέσα κομματάρες όπως το ομώνυμο, το Long Hard Road και το Open My Grave, αλλά και το υπόλοιπο άλμπουμ έχει όμορφες στιγμές. Στον βαμμένο Rage-ά, λειτουργεί ως μέσο σύγκρισης με τα διαμάντια, τα χρυσά δεκάρια. Όπως και να το κάνουμε, δεν γίνεται να βγάζεις συνέχεια αριστουργήματα. Ακόμη κι αν το κάνεις, αναπόφευκτα κάποιες κυκλοφορίες θα ολισθήσουν στις προτιμήσεις. Οπότε χρειάζεται το reference point, το άλμπουμ που ναι μεν δεν είναι το highlight της καριέρας τους, αλλά αυτό που δείχνει πως ακόμη κι όταν ήρθε ο συγγραφικός κορεσμός, πάλι θα γουστάρεις με την καινούργια μουσική.


Ύστερα υπάρχει κι ο μέσος ακροατής της μέταλ μουσικής που δεν κόβει φλέβες για τον Peavy, απλά θα το προσπεράσει και καλά θα κάνει. Υπάρχουν άλλες κυκλοφορίες να δώσει προτεραιότητα. Δεν γίνεται να γουστάρουμε τα πάντα από τους πάντες.


Ο ανυποψίαστος όμως πιτσιρικάς που για κάποιον λόγο θα έλθει για πρώτη φορά σε επαφή με Rage μέσο του Carved in Stone, θα του ξετινάξει το μυαλό. Γιατί στα αυλάκια των old school Drop Dead, Lost in the Void και τη Smolskίλα Lord of the Flies, κρύβεται Rage μεγαλείο το οποίο ξεδιπλώνεται στο έπακρο στα άλμπουμ. Το Carved in Stone συνδιάζει παρελθόν, παρών και μέλλον, απλά δεν πιάνει maximum quality levels. Είναι όμως ότι πρέπει για συστάσεις με το μουσικό άρμα του χοντρού.


To πακετάκι της συλλογής μου περιέχει και το EP Gib Dich Nie Auf με την εκτέλεση του Never Give Up στα Γερμανικά.

Queen - Greatest Hits II (1991)

 

Δύο είναι Θρύλοι στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Οι Queen κι ο Ολυμπιακός και συνδυάζονται στις φιέστες όταν σηκώνουμε τις κούπες υπό τους ήχους του We are the Champions, τότε βγαίνουν θρυλικά γούστα.


Ένα από τα σπουδαιότερα compilation άλμπουμ όλων των εποχών με τα Queen hits της δεκαετίας 81-91. Έχει πουλήσει πάνω από 22 εκατομμύρια κόπιες παγκοσμίως. Μαζί με τους ABBA και τους Eagle είναι οι μόνες μπάντες που κυκλοφορούν Greatest Hits άλμπουμ με τέτοιες αδιανόητες πωλήσεις. Ο εκάστοτε καταγεγραμμένος πληθυσμός του 76% των υπάρχοντών κρατών έχουν μικρότερο αριθμό κατοίκων από το πόσοι άνθρωποι αγόρασαν το άλμπουμ των Queen. Ακόμη μεγαλύτερες πωλήσεις έχει το πρώτο μέρος με τα hits της 70s δεκαετίας.


Προβληματίζει όμως το γεγονός πως κανένα από τα full length άλμπουμ τους δεν έφθασε σε τέτοια επίεπδα, δεικνύοντας την ανομοιογένεια αποδοχής της μουσικής τους στο ευρύ κοινό.

Kreator - Pleasure to Kill (1986)

 

Έχω πολύ ψηλά τους Kreator στις thrash επιλογές μου, αλλά έχω ψιλοαπαξιώσει τα τέσσερα πρώτα άλμπουμ. Από το Coma of Souls, όπου η παρατεταμένη εφηβεία του Mille και του Ventor δείχνει πως ολοκληρώνεται, οι Κάσατορ γίνονται Kreator και παίζουν πιο στοχευμένο μελωδικό thrash με βαρύτητα στον στίχο και συνθέσεις που διαχέονται από όμορφα μουσικά θέματα. Στην Κάσατορ περίοδο με πυλώνες το Pleasure to Kill και το Extreme Aggression είναι φάση "πουτάνα όλα" κάτι που δουλεύει ως μία ηλικία κι ύστερα έχει μόνο νοσταλγική αξία.


Ίδια φάση και με άλλα thrash συγκροτήματα. Απολαμβάνω πολύ περισσότερο τα πρόσφατα Overkill, τα τελευταία Testament, τα ώριμα Sodom. Θα έλεγε κάποιος πως μεγαλώνουμε παράλληλα, βλέπουμε τα πράγματα με περισσότερη γνώση κι εμπειρία. Το Pleasure to Kill είναι η οργισμένη εφηβεία, η φάση που ξεφεύγεις από την παιδική αθωότητα, ανοίγεις τα μάτια κι αντικρύζεις έναν κόσμο βουτηγμένο και δομημένο στα σκατά, οπότε η αντίδραση είναι "πουτάνα όλα" (ίσως η πιο thrash έκφραση) και τα ξαναχτίζω από την αρχή.


Find your own way, You must go alone, Kill all next to you


Ώσπου η εφηβεία λαμβάνει τέλος, μπαίνει πιο ορθολογικές σκέψεις στο κεφάλι, αντιλαμβάνεσαι πως αντί να σκοτώσεις τους πάντες που σε ενοχλούν γύρω σου, καλύτερα να συμβιώσεις μαζί τους. Κι η φρίκη της εφηβικής πρώτης αντίληψης μετουσιώνεται σε κίνητρο για προσωπική βελτίωση σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Εκεί είναι που μπαίνει το Pleasure to Kill στο συρτάρι (ή στο ράφι - ότι έχει ο καθένας) κι ενίοτε βγαίνει για να γουστάρω με τα Under the Guillotine, Rippng Corpse και Pestilence, ενθυμούμενος την εφηβική οργή.


Το κομμάτι της συλλογής μου είναι το Remasterd Digibook της Noise, με μπόλικο πράμα για ανάγνωση, hardcover (έτσι, σκληροί καριόληδες λέμε) και bonus το Flag of Hate EP.

Santana - Supernatural (1999)

 

Είμασταν σε road trip, σε απομακρυσμένα μέρη του βορρά, εκεί όπου συναντάς μόνο λύκους, αλεπούδες, ασβούς και χωρικούς κάτοικους από το Yharnam. H μουσική σε αυτές τις φάσεις είναι πιο σημαντική κι από τρόφιμα για το ταξίδι, οπότε μερικά CD καλό να υπάρχουν πρόχειρα (γιατί από ράδιο σε τέτοια μέρη το μόνο που μπορεί να πιάσουμε, αν είμαστε τυχεροί, είναι Numbers Stations). Το έτερο μου ήμισυ είχε αναλάβει το soundtrack κι είχε φέρει κάτι Neil Young CDs όπου τα είχε από την εφηβεία της. Τα δισκάκια ήταν σε χείριστη κατάσταση και το player αρνιόταν να τα παίξει κανονικά, οπότε πέρα από τη φωνή του Neil έπρεπε να ανεχθώ και το σπαστικό "χρουτσου χρουτσου"


Επιλογές δεν υπήρχαν άλλες, ώσπου σταματήσαμε σε ένα παντοπωλείο - κυριολεχτικά στη μέση του πουθενά - στους πρόποδες ενός λόφου, για προμήθειες. Αυτά τα παραδοσιακά παντοπωλεία που δεν τα έχει αγγίξει ο χρόνος και μυρίζουν παρελθόν. Ο ιδιοκτήτης, ένας γερος άνω των 90, έμπειρη μουσάκλα, archdruid με πολλά levels στην πλάτη να μας κοιτάει με creepy βλέμμα. Καθώς η σύζυγος διάλεγε πόσιμα και βρώσιμα καλούδια, εμένα το μάτι μου έπεσε σε ένα stand με CDs. "Τι έχω να χάσω", σκέφτηκα και πήγα να ρίξω μία ματιά μήπως βρω κάτι να σωθούμε από το μαρτύριο της προηγούμενης παραγράφου.


Το stand ήταν γεμάτο με παραδοσιακή (μάλλον) μουσική, με κάτι τραγικά εξώφυλλα - φάτσες από μία άλλη εποχή, άθλιας αισθητικής, τα άπαντα της Γωγώ Τσαμπά της βόρειας Ευρώπης. Κρυμμένο αναμεσά τους ήταν το Supernatural του Santana. Αδιανόητο, ανέλπιστο, αναπάντεχο, είχα την υποψία πως είναι κάποιο bait από τον γέρο και πως αν το αγοράσω θα αφυπνίσω το κακό πνεύμα της περιοχής (φάση όπως στο The Cabin in the Woods). Στο δίλλημα Shoggoth ή χρουχρουτσουριασμένο Neil Young, η απόφαση ήταν εύκολη κι έβαλα στο καλάθι το CD να το αγοράσουμε.


Οι γνώσεις μου για τη μουσική του Santana περιορίζονταν στο βίντεο της YouTube σειράς Musicville που παρακολουθούσα κυρίως γιατί ήμουν εθισμένος στην αγγλική προφορά του τύπου που έκανε τα βίντεο (στο βίντεο έκραζε τον Santana ότι και καλά είναι one hit wonder, κακώς έκανε καριέρα και τέτοια). Το κράξιμο του Musicville είχε μία βάση μιας και στο Supernatural, στα συγγραφικά credits συναντάς καμιά 30αριά νοματαίους, ενώ οι συμμετοχές rock legends περισσεύουν. Ο Santana έβαλε απλά το όνομά του στο εξώφυλλο.


Το Supernatural έχει πάντως όμορφη μουσική, μίξεις κιθαριστικού ροκ με latin, fusion, τζαζιές, μπλουζιές και mainstream ατμόσφαιρα. Μας κράτησε όμορφη συντροφιά στο ταξίδι, έπιασα και την κουβέντα για τον Santana, με βάση ότι θυμόμουν από το παραπάνω βίντεο, το έπαιξα κι ιστορία στην κυρά (φάση θα σου αποδημήσω τον Santana, πόσο cool σύζυγο έχεις).


Από τα κομμάτια της συλλογής μου που μπήκαν κάπως ουρανοκατέβατα αλλά προσθέτουν όμορφο diversity στις μουσικές επιλογές.

HammerFall - Glory to the Brave (1997)

 





Από μικρό παιδί το γεωκρατικό σύστημα των χωρών που βιώνουμε εδώ και δύο αιώνες το αντιμετωπίζω με γνωσιακό ενδιαφέρον αλλά τίποτε περισσότερο. Αγαπάω φανατικά ιστορία των εθνών, γουστάρω σύμβολα και σημαίες, τσουτσουριάζω με την πολυπολιτισμικότητα, το diversity, δηλώνω πολίτης του κόσμου και μόνη πατρίδα τα παιδικά μου όνειρα. Κοσμοπολίτης μεν αλλά προφανώς έχω ιδιαίτερη σύνδεση με την Ελλάδα στην οποία γεννήθηκα κι έχω ζήσει το μεγαλύτερο (ως τώρα) μέρος της ζωής μου, αλλά με την συμβατική έννοια του όρου θα έλεγα πως η Σουηδία κάποτε αποτέλεσε τη δεύτερη μου πατρίδα. Έζησα στην Στοκχόλμη ως φοιτητής αλλά ενσωματόθηκα και περιηγήθηκα στον Σουηδικό κοινωνικό ιστό, την κουλτούρα και τον τρόπο ζωής των Σκανδιναβών.


Για κάποιους η Σουηδία είναι η χώρα με τους δίμετρους ξανθούς αγγέλους (άσχημη Σουηδέζα δεν αντίκρυσα, αλλά δίμετρες δεν τις λες), για άλλους η χώρα του Ζλάταν, των ABBA (respect), για μένα είναι η χώρα των HammerFall.


Είχα ήδη γίνει οπαδός τους μέσα από τα πρώτα τρία χρυσά δεκάρια άλμπουμ τους και τους είχα δώσει τα σκήπτρα του πρεσβευτή της κοσμοπολίτικης Σουηδίας, παραγκωνίζοντας άλλους συμπατριώτες τους - μεταλλικά μεγαθήρια. Όταν προετοιμαζόμουν για το μεγάλο ταξίδι, ονειρευόμουν πως πήγαινα στο home of the brave, θα περνούσα το river of steel να αντικρύσω τον ματωμένο δράκο, να ζήσω την Metal Age, τους Templars και όλα τα όμορφα πράγματα για τα οποία έχει τραγουδήσει η μοναδική φωνή του Joacim Cans.


Ένα ονειρικό ντεμπούτο, από εκείνα που ταράζουν τα νερά της παγκόσμιας μουσικής σκηνής. Οκτώ κομματάρες κι η Walrord διασκευή (μαζί με το Ravenlord των Stormwitch, στην anniversary edition), που έγραψαν ιστορία. Αμέτρητες φορές έχω τραγουδήσει (βασικά, όλοι το έχουμε τραγουδήσει) το ρεφρέν του Glory to the Brave, με κλειστά μάτια γεμάτος όνειρα.


Nothing on earth stays forever, But none of your deeds were in vain

Deep in our hearts you will live again, You're gone to the home of the brave


Η μαγεία του λυρικού heavy/power το οποίο λειτουργεί ως energy charging, φορτίο που θα απελευθερωθεί σε full force κομμάτια όπως το Metal Age, Steel Meets Steels, Unchained και στον ύμνο Hammerfall.


Το κομμάτι της συλλογής μου είναι το 20 Year Anniversary Edition, με bonus live CDάκι και DVDάρα που η 1,5 ώρα συνέντευξη των original μελών της μπάντας μιλόυν για το πως ξεκίνησε η φάση, πως συναντήθηκαν, πως έγραψαν τη δισκάρα που ακούμε. Απολαυστικός ο Joacim Cans για τα προ-Hammerfall χρόνια του, πως μπήκε στη μουσική και το πόση σημασία είχαν οι Stormwitch για τη δημιουργία της μπάντας. Επετειακή έκδοση με απόλυτο λόγο ύπαρξης.

AC/DC - Highway to Hell (1979)

 

Κάποιοι μεγαλώσαμε με Καφενείο των Φιλάθλων και Γεωργίου. Καλτ μορφή που μου κρατάει ραδιοφωνική συντροφιά δεκαετίες τώρα.


H πιο ροκ ποδοσφαιρική εκπομπή, που έχουν ακούγονται τεράστιες ατακάρες (ενίοτε και πίπες) καθημερινά από Γεωργίου και τους απλούς καθημερινούς μικρούς ήρωες.


"Έχεις κατσαβίδι στο σπίτι σου;"

"Τι σχέση έχει αυτό ρε Γιώργο;

"Βρε, έχεις κατσαβίδι."

"Ναι, έχω."

"Πάρτο και βίδωσέ το καλά στο μυαλό σου. Βγάζοντας έξω τους Beatles και τους Rolling Stones, το Highway to Hell είναι ο καλύτερος ροκ δίσκος όλων των εποχών".


Δεν συμφωνώ, το Back in Black είναι ο καλύτερος αλλά αγαπάω τον φαφούτη παραγωγό. Hail σε όλους τους ήρωες που ασχολούνται με το ραδιόφωνο, και μετατρέπουν τον πλανήτη σε ένα παγκόσμιο ευτυχισμένο χωριό.

Iron Maiden - Powerslave (1984)/Somewhere in Time (1986)

 

Η φωτογραφία αποτυπώνει ακριβώς και το μέγεθος της εκτίμησης που έχω για τα δύο άλμπουμ. Κλάσεις ανώτερο το Somewhere in Time και ψιλο-ότι να 'ναι (για Maiden δεδομένα) το Powerslave. Παλαιότερα όμως δεν ήταν έτσι, είχα ακριβώς την αντίθετη άποψη. Το Powerslave ήταν η δισκάρα και για το Somewhere αναρωτιόμουν τι του βρίσκει ο κόσμος. Η φάση λειτούργησε ακριβώς σαν το πείραμα με τα συγκοινωνούντα δοχεία.


Και τα δύο άλμπουμ τα άκουσα πάνω κάτω την ίδια περίοδο κι έχουν συνδεθεί στη μνήμη. Είχα πορωθεί με το Aces High και το 2 Minutes to Midnight και για κάποιο λόγο έκοβα φλέβες για την τριπλέτα Flash of the Blade, Duellist και το Κυριακή στο Χωριό. Το Powerslave είχε σκάσει σαν βόμβα μέσα στο μυαλό μου, ενώ το Rime of the Ancient Mariner θεωρούσα πως ήταν το επικότερο έπος στην ιστορία των επών.


Από την άλλη, το Somewhere μου είχε προκαλέσει λίγο ηχητική βαρυστομαχιά. Πλην του Wasted Years που σε αρπάζει με την μία το υπόλοιπο άλμπουμ δεν το έπιανα. Δεν είχα εκτιμήσει ούτε καν το εξώφυλλο που φήμες λένε πως υπάρχουν κρυμμένα references που ακόμη κανείς δεν έχει ανακαλύψει στο αριστούργημα του Riggs. Ήταν και το περίεργο στιχουργικό περιεχόμενο, κάτι για μοναξιές του δρομέα που τρέχει μακριά, για ξένους στα ξένα, ο Κούδας και τον Dickinson να στέλνει φιλάκια στη μπιμπιμπό.


Ο πανδαμάτωρ χρόνος μου άλλαξε την άποψη για το Powerslave, η πλειοψηφία των κομματιών "κακογέρασε" μέσα μου, με εξαίρεση την έναρξη και τον επίλογο του άλμπουμ. Για Maiden δεδομένα, το Powerslave έπεσε αρκετές θέσεις στις λίστες που αρεσκόμαστε οι μεταλλάδες να φτιάχνουμε στο μυαλό μας. Η γκάνβλα που είχα για το Powerslave μεταφέρθηκε στο Somewhere in Time την περίοδο που ξεκίνησα να μαθαίνω κιθάρα.


Μετά από ατελείωτα μαθήματα με το δάσκαλο, με τον χειρότερο μαθητή που θα μπορούσε να έχει ποτέ (δεν μπορούσα να συγχρονίσω την παλάμη μου ώστε τα δάχτυλα να "αντικρύζουν" σωστά την ταστιέρα) κι αφού κατάφερα να βγάζω το Smoke on the Water (κι ένοιωσα πως είμαι έτοιμος να ροκάρω τα πλήθη), μπήκα στη φάση να βγάλω το Caught Somewhere in Time. Και σε κάποια απροσδιόριστη φάση είναι που νοερά αναφώνησα "τι λες τώρα..". Νομίζω πως είναι γενικότερο φαινόμενο η τρομακτική διαφορά πληροφορίας κι ερεθισμάτων που λαμβάνει ένας ακροατής πριν και μετά την ενασχόλησή του με ένα μουσικό όργανο.


Έβαλα όλο το άλμπουμ να ξαναπαίξει σε λούπες κι ήταν σαν το άκουγα πρώτη φορά. Πωωω, πόσο γαμάτο είναι, τι κιθάρες ποίημα είναι αυτές που δεν τις πήρα χαμπάρι ο άμπαλος. Πόσο μαμάει το Sea of Madness, πάμε ρε Μέγα Αλέξανδρε να κάνουμε πορεία εκτός συνόρων γιατί ο ΠΑΟΚ δεν μπορεί, ρε Feel like I've been here before τραγουδάει ο άλλος τι φιλάκια και πίπες. Είχα πορωθεί άγρια, μία πόρωση που δεν έφυγε ποτέ.

Wednesday, February 24, 2021

Avantasia - Ghostlights (2016)

 

Υπάρχουν συγκροτήματα που νοιώθω τον ψυχαναγκασμό να συμπληρώσω τη δισκογραφία τους. Και δεν αναφέρομαι σε εκείνα που παίζει οπαδική σχέση (βλέπε Guardian) όπου εκεί θα πάρω και το αλμπουμ ακόμη κι αν είναι χωρίς κομμάτια (πως δεν έχουν σκεφτεί ακόμη κάτι τέτοιο οι KISS), αλλά είναι κάποιες μπάντες που υπάρχει πιο χαλαρή σχέση αλλά η δισκογραφία πρέπει να είναι πλήρης.


Οι Avantasia είναι ένα από αυτά (δυστυχώς για το πορτοφόλι μου είναι πολλά). Ύστερα από το ταρακούνημα που έφαγα στις αρχές του αιώνα με τη Metal Opera διλογία, ο Tobias Sammet ανέβηκε μερικές σκάλες πιο πάνω στην υπόληψή μου, αν και ήδη τον είχα ήδη δίπλα στον εξίσου μικρός το δέμας Kai, με τις Edguy κυκλοφορίες και τις live εμφανίσεις.


Το Ghostlights το πήρα με το που κυκλοφόρησε, σε limited digibook έκδοση, με το bonus live CDάκι, ωραίο, σένιο, απόλυτα ερωτεύσιμο. Με τον έτερο Avantasόρο του, Sascha Paeth και τουμπανο συμμετοχές Dee Snider, Geoff Tate, Bob Catley, Jorn Lande (δεν υπάρχει metal/rock όπερα που να του έχει διαφύγει), ο τεράστιος Kiske, ο (ποτέ δεν χώνεψα τη φωνή του) Hietala κι η (παντρέψου με τώρα) Sharon Den Adel. Το concept συνεχίζει από το προηγούμενο άλμπουμ, το Mystery of Time, με την ιστορία του Aaron Blackwell που αλληλοεπιδρά με τους υπόλοιπους χαρακτήρες δίνοντας επιφανειακή φιλοσοφία σε στίχους που διαβάζονται ευχάριστα.


Songwriting αποκλειστικό από τον κοντό, παραγωγή ο Sascha, πομπώδης παραφορτωμένες μπαμπάτσικες συνθέσεις (βλέπε Let the Storm Descend upon You) σαν κάτι λαχταριστά βρώμικα από καντίνα στη Δεκελείας, κομμάτια που συγκεκριμένοι guests δίνουν ερμηνεία (The Haunting με Snider, Seduction of Decay με Tate, A Restless Heart and Obsidian Skies με Catley), όλα καλά, όλα γνώριμα.


Υπάρχει ένα όμως μεγάλο "αλλά". H ποιότητα του Ghostlights όπως και κάθε Avantasia άλμπουμ είναι αδιαμφησβήτητη. Όταν υπάρχει το budget να μαζεύεις θρυλικές φωνές στο δίσκο σου, δύσκολο να βγει κακό αποτέλεσμα (μόνο ο Tolkki το κατάφερε αυτό, respect). Και το δίδυμο Sammet/Paeth παίζει καλή μπαλίτσα. Αλλά (φτάνω στο point), από το Scarecrow κι έπειτα το Avantasia project έχει χάσει το δρόμο του. Απομακρύνεται από την χρυσή power κυκλοφορία που με μάγεψε τότε. Ακούω το Draconian Love κι αναρωτιέμαι "έχει αυτό την ελάχιστη μουσική συγγκένεια με τα Metal Opera?" Στην αρχική διλογία ο Sammet έγραψε ύμνους κι έφερε φωνάρες (έφερε τον Kiske,... δάκρυα) να τους τραγουδήσουν. Από το Scarecrow κι έπειτα, (και το Ghostlights είναι το τέλειο παράδειγμα), φέρνει φωνές κράχτες και γράφει τραγούδια για να βγει το άλμπουμ. Η μουσική υπηρετεί τους καλλιτέχνες κι όχι το αντίθετο.


Κι είναι λογικό επακόλουθο. Τέτοια projects θέλουν το χρόνο τους, τις σωστές συγκυρίες, το σωστό timing. Οι Avantasia δισκογραφούν με ρυθμό κανονικής μπάντας (σε λίγο θα ξεπεράσουν και τους Edguy σε κυκλοφορίες), λογικό είναι να αποκτήσουν τη φθορά που λαμβάνει μία μπάντα, την εξέλιξη (που δεν είναι πάντα αρεστή από το κοινό) και να ασθενήσει η μαγεία τέτοιων θρυλικών συνυπάρξεων.

Iced Earth - Box of the Wicked (2010)

 

- Framing Armageddon (2007)

- Overture of the Wicked (2007)

- I Walk Among You (2008)

- The Crucible of Man (2008)

Ένα τόσο όμορφο πακέτο με τόσο χάλια περιεχόμενο. Δύο singles, δύο άλμπουμ κι ένα bonus CD, ένας legend κιθαρίστας/συνθέτης, δύο φωνάρες κι η μουσική απούσα. Τουλάχιστον η ποιοτική μουσική. Δεν πήγε τίποτε σωστά εκείνη την περίοδο και τα Framing Armageddon/Crucible of Man είναι όνειδος στην ένδοξη ιστορία της παγωμένης γης.


Καταρχάς, ποτέ δεν μου άρεσε το story, ούτε καν στο Something Wicked This Way Comes. Ο Set Abominae που θα επαναφέρει την κυριαρχία των Setians πάνω στη Γη και θα καταστρέψει τους ανθρώπους κι όλοι θα γίνουμε μούμιες και ένα πολύπλοκο βαρετό χιλειοειπωμένο σενάριο. Είμαι υπέρ των στιχουργών που γίνονται μυθοπλάστες, αλλά εδώ ο Schaffer το πήγαινε για ταινία και του βγήκε (κακό) μουσικό άλμπουμ.


Κι είναι κρίμα, όταν έχεις μια τέτοια metal φωνή δίπλα σου, να του γράφεις τέτοιες προχειρότητες. To Framing Armageddon έχει 19 tracks (μαζί με πρελούδια/ιντερλούδια/λουλούδια) και πλην το Ten Thousand Strong και το The Clouding, το υπόλοιπο υλικό μου προκαλεί λύπη που φέρει το όνομα Iced Earth. Ήθελα να ήξερα ο παραγωγός δεν είχε μία άποψη να τους αποτρέψει να μπουν τέτοια αδιάφορα κομμάτια στο δίσκο. Θα μπορούσε, αλλά παραγωγή έκανε ο ίδιος ο Jon, οπότε Tim Owens ξεκίνα τις ανούσιες κραυγές με φθηνά εφέ καταιγίδας να παίζουν στο background (ο μισός δίσκος είναι αυτό το πράγμα).


Αλλά το συγγραφικό ταλέντο του Schaffer είναι ακόμη παρών. Το Ten Thousand Strong είναι classic Iced Earth, κομματάρα απίστευτη, πρέπει να παίζει σε κάθε live set. Δεν είναι απλά ότι καλύτερο έχει ο δίσκος αλλά ένα ακόμη έπος στον μακρύ κατάλογο της μπάντας. Το εννιάλεπτο Clouding από την άλλη χωρίζεται σε δύο μέρη. Στα πρώτα 4-5 λεπτά ακούς τον Owens να κλαψουρίζει σε ένα φεστιβάλ κακογουστιάς αλλά στα μισά που αρχίζει το heavy χώσιμο τα πάντα ανατρέπονται κι έχουμε γαμάτη metal μουσική κατάσταση. Είναι σαν ψυχολογικό τεστ στο οποίο πρέπει να κάνεις υπομονή για κάποια λεπτά και να υποφέρεις, ώστε να έρθει η κάθαρση κι η ευδαιμονία (που καταντήσαμε για να ακούσουμε λιγάκι καλούς Iced Earth).


Κι αφού πάτωσε το πρώτο μέρος της διλογίας, ο Schaffer επαναφέρει στον Mat Barlow (ναι, γιατί ο Owens έφταιγε που ήταν μάπα το άλμπουμ). Και συνεχίζει το αδύναμο song writing με το Crucible of Man (το Crucible του ακροατή καλύτερα). In my own humble opinion δύο κομμάτια την παλεύουν κάπως, το I Walk Alone και το Come What May, χωρίς να είναι και τίποτε Iced Earth διαμάντια. Το υπόλοιπο περνάει βασανιστικά αδιάφορο. Πιο πολύ φάση είχε το ότι ξαναείδαμε τον Barlow δίπλα στον Jon παρά ο ίδιος ο δίσκος. Μέχρι βέβαια να ξαναχωρίσουν για να επανανενωθούν πρόσφατα να πουν τα κάλαντα μήπως βγει κάνα φράγκο.


Κρίμα, γιατί το Box of the Wicked είναι πολύ ελκυστικό πακέτο, με τα δύο digipacks, τα singles κι ένα bonus CDάκι. Εξαιρετικό περιτυλιγμα με περιεχόμενο σκέτη απογοήτευση.

Rhapsody - Legendary Tales (1997)

 

Πρώτα άκουσα το Rage of the Winter κι ύστερα ανακάλυψα τους Rhapsody. Σκόρπια mp3s που μοιραζόμουν με τους συμφοιτητές μου σε random playlists. Μέχρι το 1:20 του κομματιού ένοιωθα πως ο Staropoli με τον Turilli άλλαζαν τη μπάλα έξω από τη μεγάλη περιοχή στην προσπάθεια να δημιουργήσουν τη χρυσή ευκαιρία. Κι ακριβώς στα 80 δευτερόλεπτα, μπαίνει το επικότατο ρεφρέν με τον βαρύ κορμί striker, Fabio Lione, να σκοράρει.


Rage of the winter mould the horizon, cover the mountains forest and lakes

Rage of the winter magical wonder, enchanted fury majestic force


Τρελάθηκα! Ένοιωσα σαν να είχε μπει γκολάρα μπροστά στα μάτια μου κι έπρεπε να πανηγυρίσω. Ποιοι είναι αυτοί οι Rhapsody και τι μπαλάρα παίζουν; Την ίδια κιόλας μέρα αναζήτησα από τον "θείο" (δεν είχαμε λεφτά τότε να αγοράζουμε CDs κατά το δοκούν), ολόκληρο το άλμπουμ και το σαγόνι μου έπιασε πάτωμα. Ήταν ένας πρωτόγνωρος ήχος για μένα, έξω από τα στεγανά του κλασσικού power που με είχε κερδίσει απόλυτα. Warrior of Ice, Land of Immortals, το θεατρικό έπος Legendary Tales να ανοίγουν το saga που όλοι αγαπήσαμε για το Σμαραγδένιο Ξίφος.


Αμφιβάλω αν οι νεαροί τότε Τουρίλης, Λιόνες, Σταροπόλις και Καρμπονάρας είχαν επίγνωση το τι θα ακολουθούσε από το Legendary Tales κι έπειτα. Δεν είναι το αγαπημένο μου Rhapsody, θεωρώ πως έγραψαν καλύτερη μουσική τα επόμενα χρόνια, αλλά ήταν το άλμπουμ που με έμπασε στη φάση.

Savatage - The Wake of Magellan (1997)

 

Έχω στη συλλογή μου την Digipak επανέκδοση της Ear Music του 2010 με το σωστό βιβλιαράκι που περιέχει όλο το concept story, το γραπτό narration story του O'Neil διακοσμημένο με ταιριαστές γκραβούρες. Ο (παραλίγο) επικήδειος ενός βετεράνου Πορτογάλου ναυτικού. Ο Hector Del-Fuego Magellan, απόγονος του μεγάλου εξερευνητή Ferdinand Magellan, έχοντας ξεμείνει από φίλους και συγγενείς (πέθαναν όλοι), αποφασίζει να σαλπάρει για το τελευταίο του ταξίδι στον Ατλαντικό ωκεανό μέχρι να τον βρει ο θάνατος. Στην πορεία του ταξιδιού του αντιμετωπίζει μία δυνατή καταιγίδα, σώζει από βέβαια πνιγμό έναν νεαρό λαθρεπιβάτη και αναθεωρεί την απόφασή του να τερματίσει τη ζωή του.


Τίποτε περίπλοκο, βρίσκω πολλές ομοιότητες με την ταινία της Pixar, Up (αυτή με τον γέρο και τα μπαλόνια), που πραγματεύεται τη σταδιακή απάλειψη δίψας για ζωή που αντιμετωπίζει η τρίτη ηλικία.


Ο Paul O'Neil είχε το χάρισμα να γράψει ποιοτικό δράμα ακόμη και την πρωινή του ρουτίνα, να το ντύσει με επιβλητική μουσική και να δώσει στο πιάτο των Savatage ένα ακόμη αριστούργημα. Έτσι λειτουργεί και το Wake of Magellan. Έχοντας όλα τα κλισέ των post-Chris Savatage εποχής, επαναλαμβανόμενο σε κάποια σημεία, δεν παύει να δίνει όμορφη μελωδική μουσική γεμάτη συναίσθημα. Η τριπλέτα Blackjack Guillotine, Paragons of Innocence και Complaint in the System δείχνει πως η μπάντα still stand strong, το έχει ακόμη με την επικούρα στο ομότιτλο και στο κλείσιμο με το Hourglass.


Η νέα Savatage γενιά με τους Zak Stevens, Chris Caffery και Al Pitrelli θα είχε πολλά να δώσει ακόμη υπό την καθοδήγηση του Oliva αρχηγού και του coach O'Neil. Τουλάχιστον η ομάδα αν κι έσπασε σε υποκαταστήματα, συνέχισε μέσα από διαφορετικά ονόματα.


Εντύπωση μου έκανε το special thanks section στο booklet, στο οποίο δύο μπάντες παίρνουν ευχαριστήριο credit. Trans Siberian Orchestra και Dream Theater. Στους TSO το καταλαβαίνω, ευχαριστούν τους εαυτούς τους, λίγο ναρκισσισμός αλλά συμβαίνει. Οι Dream Theater που κολλάνε; Δεν νομίζω πως το progressive στοιχείο που πάντα είχαν οι Savatage στη μουσική τους το πήραν από τους Theater. Πιο πιθανό είναι να έχουν αποτελέσει οι Savatage σημείο έμπνευσης για τους Theater. Anyway, unexpected special thank ενδιαφέρον topic για συζήτηση.


When the night will gather darkness and black clouds unadorned

only Poets, Dreams and Madmen will sail out into the storm.

Metallica - Ride the Lightning (1984)

 




Τα 80s ήταν μία μαγική εποχή. Θα ήθελα να τα ξαναζήσω, σαν ενήλικας, ιδανικά ως Έλληνας μετανάστης στον Καναδά, εργαζόμενος ως Μηχανικός που θα έγραφα assembly για 80x86, προσωπικός φίλος με τον MacGyver, με διαρκείας στους Calgary Flames. Ήταν μία δεκαετία που είχε πλήρως απαλλαχθεί από το χίπικο καρακιτσαριό και δεν είχε βουλιάξει στον αναίσχυντο καταναλωτισμό των 90s που όριζε το καπιταλιστικό σύστημα. Στην δεκαετία των 80s ζήσαμε τη χρυσή ισορροπία, τα golden years, μία πυξίδα για το μέλλον η οποία θυσιάστηκε στο βωμό του χρήματος. Διόλου τυχαίο τα τελευταία χρόνια έχουμε γεμίσει με νοσταλγικά references σε εκείνη την εποχή από κάθε μορφή τέχνης.


Απόσταγμα εκείνης της δημιουργικής μαγείας στον χώρο της μουσικής, είναι η τελειότητα του Ride the Lightning. Οι Metallica έγραψαν το απόλυτο soundtrack εκείνης της εποχής. Το καλύτερο τους άλμπουμ, το πιο σπουδαίο, το άλμπουμ που τους κρατάει στις καρδιές των οπαδών. Δεκαετίες τώρα το παρεάκι Hetfield/Ulrich έχουν βαλθεί να αποχτήσουν όσο πιο πολύ μίσος κι απαξίωση μπορούν, επιδιδόμενοι από την μία μαλακία στην άλλη, αλλά όσο θα υπάρχει το Ride the Lightning να παίζει στα ηχεία μπορούν να κοιμούνται ήσυχοι. Είναι η παρακαταθήκη τους.


Το άλμπουμ είναι γεμάτο εξαιρετικές συνθέσεις. Thrash μπάντα μεν, αλλά με έναν ανοιχτούς κιθαριστικούς ορίζοντες που κάνει τον ακροατή (ευχάριστα) να αναρωτιέται. Για παράδειγμα Το For Whom the Bell Tolls είναι "αφύσικα" καλό κομμάτι. Είναι από αυτά τα θαυμαστά κατασκευάσματα που συναντάς σε αρχαίους λαούς κι επειδή το μυαλό αδυνατεί να συλλάβει πως δύναται να χτιστεί κάτι τόσο επιβλητικό, περνάει η σκέψη "δεν μπορεί, εξωγήινοι θα τους τα έχτισαν". Όμοια για το Creeping Death ή το Fade to Black.


Πέρα από τη συνθετική ιδιοφυΐα του αδικοχαμένου Cliff Burton (που φάνηκε τόσο έντονα η απουσία του), το άλμπουμ έχει την καλύτερη φωνή του Hetfield. Ωριμασμένη όσο πρέπει από το ντεμπούτο τους και πριν την μολύνει με την γνωστή βλαχοαμερικανιά (yeeeeeahhhhh) που έχω σιχαθεί να ακούω στα μετέπειτα άλμπουμ τους. Πιστεύω πως ο Hetfield είναι από τις πιο άμπαλες metal φωνές, αλλά στο Ride the Lightning δίνει την πιο ταιριαστή ερμηνεία. Γενικότερα στο metal υπάρχουν πολλοί άμπαλοι vocalists που έχουν δώσει ερμηνείες που κόβουν κώλους.


Πάντα είχα την απορία για την ονομασία Ktulu (κι όχι Cthulhu). Έχω διαβάσει διάφορες εξηγήσεις για την επιτηδευμένη απλοποίηση του ονόματος, αυτή που θέλω να πιστεύω είναι πως υπήρχε φόβος από τον Cliff Burton πως αν είχαν δώσει την ακριβή ονομασία, ο ίδιος ο Cthulhu θα εμφανιζόταν όταν θα έπαιζαν το κομμάτι ζωντανά.