Saturday, April 24, 2021

Helloween - Masters of the Rings (1994)

 

Είχα επισκεφθεί το μουσικό κατάστημα, στο Baden, στο οποίο εργαζόταν (ήταν συνιδιοκτήτης νομίζω ή κάτι τέτοιο) o παικταράς Κώστας Ζαφειρίου (Pink Cream 69, Unisonic κι άλλες ένδοξες μπάντες), να αγοράσω καινούργια πεταλιέρα. Η δασκάλα μου των Γερμανικών, μέλος stoner rock μπάντας ήταν καλά δικτυωμένη ως προς τα καταστήματα μουσικών ειδών, ήξερε πως γουστάρω powerιές και με έστειλε στο συγκεκριμένο μαγαζί (το οποίο ήταν στου διαόλου τη μάνα) μήπως και πετύχω τον τοπικό drummer hero. Αφού εντόπισα στο Google μπόλικες φωτογραφίες του για να είμαι σίγουρος πως θα τον αναγνωρίσω (από κοντά δεν έχουν καμία σχέση οι άτιμοι, ούτε άγνωστη γκόμενα που σου κλείνει ραντεβού από FB έτσι), κίνησα για το quest της ημέρας. 


Το πρόβλημα με αυτές τη φάση που συναντώ κάποιον μουσικό που γουστάρω τη μπάντα που έχει συμμετάσχει ή τη μουσική που έχει γράψει, είναι ότι διαπιστώνω πως είναι ένας καθημερινός άνθρωπος κι αυτός και δεν νομίζω πως έχει όρεξη να μπαίνει κάθε τρεις και λίγο σε ροκσταριλίκι mode, επειδή ένας βλαμμένος πελάτης στο μαγαζί του, τυχαίνει να γουστάρει τις συνεργασίες του με τον Andi Deris. Ειδικά όταν το μαγαζί είναι φίσκα από δουλειά και δεν υπάρχει περιθώριο για κουβεντούλα. Έπρεπε όμως να αποσπάσω μία κουβέντα, ένα λεκτικό ενθύμιο, κάτι βρε αδερφέ, γαμήθηκα στις συγκοινωνίες να πάω σε εκείνο το μαγαζί.


Αφού βρήκα την πεταλιέρα που ήθελα, τσίμπησα κι ένα σετ χορδές (καλό είναι πάντα να υπάρχουν), είδα ότι είχαν κι ένα section με δίσκους και CD. Εκεί είδα την κασέτα του Master of the Rings, άλμπουμ που το είχα ακούσει πάμπολλες φορές σε mp3 αλλά δεν το είχα σε φυσικό format. "Εδώ είναι η ευκαιρία μου" σκέφθηκα. Άρχισα να βολτάρω στο κατάστημα, κάνοντας υπολογισμούς πότε να πάρω το δρόμο μου προς το ταμείο ώστε να εξυπηρετηθώ από τον Κώστα (ούτε groupie να ήμουν). Με ακριβείς μαθηματικούς υπολογισμούς, ο στόχος επιτευχθεί και πλησίασα σαν κονιόρδος να πληρώσω τα καλούδια που είχα πάρει. Ήξερα πως είχα μόνο μία ατάκα να πω, δεν υπήρχε ευκαιρία για δεύτερη, οπότε σηκώνω την κασέτα για να σκαναριστεί και λέω στα Γερμανικά (με μπόλικη Ελληνική βλαχοπροφορά) "αυτό το άλμπουμ έσωσε τους Helloween, ευτυχώς που βρέθηκε ο Andi", για να πάρω την πολυπόθητη απόκριση "ναι, ήταν νέα εποχή - new era - για τη μπάντα". Θα είχα μείνει κι ικανοποιημένος με ένα απλό καταφατικό νεύμα, αλλά ο παικταράς έδωσε ολόκληρο statement, τόνοι αγαλλίασης και ικανοποίησης για τον όλο κόπο.


Βέβαια από όλη την ιστορία μου έμεινε και το άλμπουμ (σε κασέτα μεν, αλμπουμάρα δε). Ο Andi Deris όντως έσωσε τη φάση, άξιος αντικαταστάτης της φωνάρας (λέγε με Kiske), έγραψε τους ύμνους Why?, Perfect Gentleman και In the Middle of a Heartbeat κι έδωσε νέα πνοή στον αρχικολοκυθά Weikath. Μαζί με τους θρυλικούς Grapow, Grosskopf και Uli Kusch άνοιξαν το νέο Helloween κεφάλαιο με μία δισκάρα που αν και ποτέ δεν θα φθάσει τα Keepers έχει ξεχωριστεί θέση στο μουσικό section της καρδιάς μου. Τα power διαμάντια Sole Survivor, Where the Rain Grow και Mr. Ego ενίσχυσαν το συναυλιακό setlist της μπάντας, μπήκαν σε best of, εμπλούτισαν το μουσικό θησαυροφυλάκιο που φυλάει ο Fangface.


Είναι άδικη η μόνιμη σύγκριση που άλμπουμ σαν το Masters of the Rings, το Time of the Oath ή το Dark Ride που λαμβάνουν με τη διλογία των Keepers. Καλώς ή κακώς τα Keepers κυκλοφορήσαν σε ένα απόλυτα ταιριαστό timing ώστε να πάρουν τη μόνιμη ταμπέλα "αξεπέραστα". Η μπάντα με το Masters of the Rings, άλλαξε κατεύθυνση, δεν άλλαξε απλά τραγουδιστή. Ο Deris έφερε πολλαπλές αλλαγές, και με δίδυμο τον Weikath αποτίναξαν από πάνω τους την 80ίλα, φέρνοντας φρέσκο ποιοτικό υλικό αντί να μείνουν να αναμασούν το παρελθόν.


Τεράστιο άλμπουμ το Masters of the Rings, νέα εποχή για το συγκρότημα, κασέτα διαμάντι στη συλλογή μου.

Friday, April 23, 2021

Black Sabbath - Cross Purposes Live (1995)


Το (προσωπικό αγαπημένο) live DVD των Sabbath, με τον Tony Martin στο μικρόφωνο, τους Geezer Butler, Iommi, Nicholls και Rondinelli που βλέπεις μία μπάντα στη σκηνή να χτυπιέται αλύπητα και να ζει κάθε κομμάτι. Δεν είναι το μεγαθήριο που (κατά πολλούς) γέννησε το heavy metal, ούτε οι ψυχοφαρμακωμένοι μεταλοπατέρες, αλλά μία γκαζωμένη μπάντα που θέλει να παίξει καλή μουσική και να διασκεδάσει μαζί με τους φανς. Αυτό δεν το είδα ποτέ με το κλασσικό lineup, ούτε στην Dio era (τους κατάπινε όλους ο κοντός στην σκηνή, όλα τα φώτα πάνω του).


Κι αυτή είναι η μαγεία στις live περιοδείες των Sabbath για τις "β' διαλογής" (δεν υιοθετώ) κυκλοφορίες τους. Η μπάντα γούσταρε με τα χίλια κι αυτό το αποτύπωνε ο φακός. Με ένα μοιρασμένο setlist από όλες τις περιόδους, οχτώ Ozzy-era κομμάτια, πέντε Martin και τρία Dio. Κι ο τεράστιος Tony, τα αποδίδει όλα πολύ καλύτερα από τους δύο προκατόχους τους. Μπορεί σε φωνητικές δυνατότητες να είναι υποδεέστερος του Dio, για τον Ozzy δεν το συζητώ - δύσκολα θα βρεθεί άνθρωπος στον πλανήτη με χειρότερη φωνή από τον μούμια - αλλά ο Tony βγάζει μπόλικο πάθος, μεταλλική γκάνβλα κι όχι το αποστειρωμένο πράγμα που υιοθέτησε η μπάντα, ειδικά μετά τα reunions.

Wednesday, April 21, 2021

Blind Guardian - A Night at the Opera (2002)

Τελευταίο εξάμηνο στη σχολή, είχα περάσει όλα τα μαθήματα, έμενε μόνο η παρουσίαση της πτυχιακής μου εργασίας για να πάρω το πολυπόθητο χαρτί στα χέρια μου. Στο εστιατόριο της σχολής, οι συζητήσεις με τους συμφοιτητές μου, είχαν μία μίξη λύπης για τα υπέροχα φοιτητικά χρόνια που φεύγουν και χαράς για τις επαγγελματικές περιπέτειες που ελλόχευαν στους φέρελπις μηχανικούς. Ώσπου αφήναμε τη χαρμολύπη πίσω μας και πιάναμε την αναμονή για το (τότε) αναμενόμενο Blind Guardian CD που θα κυκλοφορούσε. Το single And Then There Was Silence μας είχε ανοίξει την όρεξη, ο προκάτοχος Nightfall in Middle-Earth είχε πάει τις προσδοκίες μας στο μάξιμουμ, υπήρχε πολύ ενθουσιασμός στις τάξεις των Guardian οπαδών της σχολής μου (που για να λέμε την αλήθεια στα 50 άτομα, οι 51 είμασταν μεταλλάδες).


Οι πληροφορίες για μπομπάτη παραγωγή με 400.000 κανάλια στη φωνή, φορτωμένη μουσική υπερπαραγωγή δια χειρός Olbrich/Kürsch (και κάτι ψιλά οι Charlie Bauerfeind/Stauch), περιμέναμε με περίσσεια αναμονή. Και ναι, οι Blind Guardian είναι η μεγαλύτερη μπάντα, το A Night at the Opera ένα ακόμη χρυσό δεκάρι κι ας το έχουν αποκηρύξει ψηφιακά κι έντυπα μέσα, μαλλιάδες κριτικοί και το κακό συναπάντημα. Το Α Night at the Opera είναι δισκάρα, είτε μιλάμε για τους Queen, είτε μιλάμε για τους Guardian, είτε για τους Marx Brothers.


To εναρκτήριο Precious Jerusalem ορίζει το δρόμο. Διαφορετικό από ότι μας είχαν συνηθίσει ως τότε οι βάρδοι, αλλά απόλυτα γαμάτο. Heavy Guardian κομματάρα, με ρεφρέν που ο Hansi δείχνει πως κατέχει το τόπι και στις ψηλές νότες. Με το Battlefield φεύγει κάθε αμφιβολία. Η μουσική προσέγγιση είναι όντως έξω από τις γνωστές νόρμες, αλλά η ποιότητα ξεχειλίζει. Επίσης έχουν βαλθεί να γράψουν τους καλύτερους στίχους (μετά τo Imaginations βεβαίως βεβαίως). Και τα καλύτερα δεν έχουν έρθει ακόμη, το Under the Ice είναι συναυλιακό hit, κιθάρες να τις πιες στο ποτήρι (τι μπούρδα έκφραση κι αυτή) κι ένα φωνητικό ξέσπασμα γεμάτο συναίσθημα.


Αν θα έπρεπε να υπάρξει μία αδύναμη στιγμή του άλμπουμ, είναι σίγουρα το Sadly Sings Destiny. Και μιλάμε για έπος, τόσο πολύ γαμάει η Βραδιά στην Όπερα. Επική power ballad με υπογραφή Blind Guardian, είναι εγγυημένη ποιότητα σαν το φρέσκο κοτόπουλο με σφραγίδα Βοκτάς. The Maiden and the Minstrel Knight, το απόλυτο υπερέπος που όσοι παίζουμε Paladin χαρακτήρα στα DnD, το έχουμε αναγάγει σε εθνικό μας ύμνο. 


Η τριλογία (αν και δεν σχετίζονται στιχουργικά μεταξύ τους) Wait for an Answer/Soulforged/Age of False Innosence είναι η επιτομή του άλμπουμ. Υπερφορτωμένα τραγούδια, με τα μουσικά όργανα, συν τη φωνή, να έχουν πολλαπλασιαστεί μέσα από μία πολυκάναλη κονσόλα, πιο πολλά κανάλια κι από εκείνα της Ελληνικής τηλεόρασης δεκαετίας του 90. Κι όμως είναι κομματάρες, γιατί ναι μεν οι Guardian αποφάσισαν να γράψουν μουσική με ένα κάρο layers, το έκαναν όμως σωστά κι οι συνθέσεις ήταν πολύ δυνατές. Πράγμα που δεικνύει το τι πήγε πραγματικά στραβά στο αίσχος του Red Mirror και του ορχηστρικού (μη χέσω).


Punishment Divine, το κομμάτι στο οποίο ο Thomas "The Omen" Stauch αποδεικνύει πως είναι ο καλύτερος drummer του κόσμου. Τουλάχιστον στις αγνές καρδιές των απανταχού οπαδών της μπάντας, είναι. 


Και δεκατετράλεπτο επικό κλείσιμο με το And Then There was Silence, που κι εδώ έπεσε πρωτοτυπία, διάθεση αυτοβελτίωσης, εποικοδομητική κριτική κι άλλες τέτοιες γιάπικες μπούρδες. Η συνταγή για όλα τα power συγκροτήματα της εποχής, για το επικό κλείσιμο ήταν γνωστή κι επαναλαμβανόμενη (ακόμη και σήμερα το ίδιο πράγμα γίνεται). Χολιγουντιανό ορχηστρικό άνοιγμα, λίγο χορωδία, βάζουμε και κάνα εφέ με κεραυνούς κι αστραπές, κάνα μπάρμπα να απαγγείλει δύο τρεις στίχους κι ένα μέτριο κομμάτι των τριών λεπτών το τεντώνουμε σε διψήφια διάρκεια. Οι Guardian δεν το πήγαν έτσι, έκατσαν κι έγραψαν ένα δαιδαλώδες κομμάτι, με περίπλοκη δομή που με παίρνει από το χέρι, μου εξιστορεί την τραγική ιστορία της Κασσάνδρας στην Τροία και δεν με αφήνει να βαρεθώ ούτε δευτερόλεπτο. Το κομμάτι σπέρνει άσχημα, ένα μεγαλεπήβολο εγχείρημα που πολύ λίγες μπάντες του είδους καταφέρνουν να πετύχουν με επιτυχία.


Το A Night at the Opera ήταν το τελευταίο διαμάντι των Blind Guardian, στέκεται μαζί με τα προηγούμενα τέσσερα συνθέτοντας τη χρυσή πεντάδα, ποτέ η μπάντα στη συνέχεια δεν έπιασε τόσο υψηλά στάνταρντ αλλά η ελπίδα είναι ακόμη ζωντανή.

Monday, April 19, 2021

Kreator - Terrible Certainty (1987)


Για αρχή να πω για το εξαιρετικό εξώφυλλο του Terrible Certainty. Ο Thundercat της καρδιάς μας, ο Panthro (ok, δεν είναι αυτός αλλά who gives a fecking shit) στο βάθος του δρόμου με τους σκελετασμιένους εκπροσώπους των κοσμικών εξουσιών. Κι ο τίτλος γλωσοδέτης όπως πρέπει να έχουν τέτοια thrash διαμάντια. 


Η πρώιμη περίοδος των Kreator δεν είναι η αγαπημένη μου, θεωρώ πως έπρεπε να φθάσουν τριάντα χρονών για να μάθουν να παίζουν μουσική αλλά δεν αλλάζει το γεγονός ότι στα τέσσερα πρώτα άλμπουμ βγάζουν οργή, thrashaτη κάβλα, τσαμπουκά κι ατελείωτο πόνο. Όμως σε επίπεδο συνθέσεων γίνονται πολύ καλύτεροι στα 90s κι έπειτα. Σε καμία περίπτωση δεν μειώνει τα γούστα που βγάζω όταν βάζω να παίζει τέτοια CDάρα. Storming with Menace, Toxic Grace, Terrible Certainty, aggressive ύμνοι που διαλύουν το σύμπαν, το αμφισβητούν κι ύστερα έρχονται για να το ξαναχτίσουν (και να το ξαναμφισβητήσουν).


Το Terrible Certainty είναι από τα άλμπουμ που μπαίνει για να το απολαύσω. Ούτε να το κρίνω, ούτε για να βρω λεπτομέρειες να με χαλάσουν, ούτε τίποτε από τις προσφιλείς συνήθειες των μεταλλάδων. Αναγνωρίζω πότε γράφτηκαν οι συνθέσεις, από ποιους και για ποιο σκοπό. Κι αυτό αρκεί, μπαίνει στο player κι έχουμε έναρξη σωστού, βρώμικου, αυθεντικού headbanging.


Hit him right between the eyes, Only one of us will leave this place alone, One of us!

Sunday, April 18, 2021

Kraftwerk - The Man Machine (1978)


H πόλη της Karlsruhe (στην οποία έζησα για μία μεγάλη περίοδο) πέρα από την πάλαι ποτέ ποδοσφαιρική ομαδάρα έχει και διάσπαρτες μικρές οάσεις Γερμανικής τέχνης. Είναι μία πόλη με χαρακτήρα, κτίρια που πάντα με γέμιζαν με μία ελκτική θλίψη κι ενδιαφέρουσες τάσεις καταστροφής. Με εξαίρεση την κεντρική ατραξιόν, το παλάτι, η υπόλοιπη πόλη ακροβατεί μεταξύ δυστοπικής κομμουνιστικής μιζέριας με δόμηση και ρυμοτομία βγαλμένη από το μυαλό μίας αρχιτεκτονικής ιδιοφυίας. Την έχω "περπατήσει" άπειρες φορές, γνωρίζω κάθε στενό της καλύτερα κι από τις πίστες του Quake και πάντα μία βόλτα στους δρόμους με τα κοκκινοπά κτιριά της, αναγουργουλιάζε το μέσα μου γεννόντας παράξενες σκέψεις και συναισθήματα.


Όμοια κατάσταση για μένα είναι κι η μπάντα Krawftwerk, που ναι μεν δεν είναι από το Baden, αλλά από το Düsseldorf το οποίο σαν πόλη είναι στην ίδια αλλοπρόσαλη κατηγορία με τα αποπάνω. Δεν είμαι ιδιαίτερος φαν της ηλεκτρονικής μουσικής (αν και θα έπρεπε), αλλά το Wir fahren fahren fahren auf der Autobahn όταν το πρωτοάκουσα μου είχε ανατινάξει τον εγκέφαλο (δίχως να καταλαβαίνω για ποιον πούστη λόγο). Δεν πως το μυαλό του καράφλα Florian Schneider μπορούσε να βάλει στη σειρά ηλεκτρονικές νότες που ναι μεν ακούγονται ως ένα απλό τραγούδι αλλά τσουτσουριάζουν το υπερεγώ μου κι αναστατώνουν συνειδητο, υποσεινήδητο, ασεινήδητο κι όποια άλλη ψυχική περιοχή παίζει αυτές τις μέρες.


Το Man Machine είναι δισκάρα κι αξίζει να συλλεχθεί σε βινύλιο. Τριαντα έξι μόνο λεπτά, αλλά ένα The Robots, ένα Metropolis (έπος λέμε) κι ένα Model δρουν σαν εθιστικά ναρκωτικά που αναζητούν το repeat στην ακρόαση. Μεγαλειώδες άλμπουμ από τους πιονέρους της ηλεκτρονικής μουσικής.