Όλοι εμείς οι βαμμένοι οπαδοί της Blind Guardian FC (και των παραρτημάτων τους), είχαμε φάει απίστευτες ήττες τα τελευταία χρόνια. Ειδικά με το Legacy of the Dark Lands, ένοιωθα σαν βραζιλιάνος μετά το 7-1 από τη Γερμανία (δε σας χάλασε Σελεσάο). Δεν υπήρχαν περιθώρεια για νέα μπαλούφα, το τρίτο άλμπουμ των D&W έπρεπε να είναι τουλάχιστον αξιοπρεπές. Να σηκώσουμε λίγο κεφάλι. Είχαμε σταματήσει να βγαίνουμε από τα σπίτια μας, μας είχαν στη φάπα και στην καζούρα μέχρι κι οι blackάδες.
Κι επιτέλους έφτασε το βινύλιο στα χέρια μου. Διπλό, μεγαλοπρεπές, βαρύ στα 180 γραμμάρια, με σεβασμό όπως αρμόζει στους δύο δημιουργούς που μας έχουν χαρίσει τόσες όμορφες μουσικές στιγμές. Το εξώφυλο είναι σωστό, όπως κι όλο το artwork από τη Young Productions. Εύγε Century Media, ως εδώ πάμε καλά. Η βελόνα μπαίνει στο αυλάκι, η αγωνία στο maximum. Μπαίνει το οχτάλεπτο Diabolic και ναι, είναι καλό κομμάτι (αριστούργημα δεν το λες) αλλά γούσταρα. Γκολ από τη σέντρα κι ήδη ετοιμάζω να φορέσω το D&W long sleeve και με τα Icingdeath και Twinkle στα χέρια μου να πάρω κεφάλια, να μαζέψω XPs και να ανέβω levels.
Και μετά γίνεται η ανατροπή. Νερόβραστη σούπα το Invincible, στο Wolves in Winter ψιλομιέχ με τον Hansi να κάνει πετάει διαρκώς κάτι "τσαααχ", το Final Warning λίγα πράγματα κι ήδη από την πρώτη πλευρά του βινυλίου χάνουμε 1-3 και τα πράγματα δεν δείχνουν ανατροπή. Το εννιάλεπτο Timeless Spirit υποσχόμενο να αποτελέσει τη χρυσή αλλαγή με ταξίδεψε στις εποχές του '99 κι αποτελεί την αγαπημένη μου στιγμή του δίσκου, με την όμορφη ακουστική (coyntry style) κιθάρα του Schaffer και σωστό χώσιμο στα μισά του κομματιού με όμορφη κορύφωση. Από εκεί και πέρα, επιστροφή στη μετριότητα με Dark Side of Her Majesty (με τέτοιο τίτλο περίμενα κάποιο all time classic) heavy κομμάτι αλλά όχι τίποτε το ιδιαίτερο, το Midas Disease να την έχουν δει AC/DC και να με μπερδεύουν και το βαρετό New Dawn να γκρεμίζει τα ονειρά μου.
Το τρίτο ημίχρονο περιλαμβάνει τα αργό wannabe gothic (παράwhy?) Universal Truth, το Split που πάει να σώσει κάπως την κατάσταση αλλά δεν... και το κλείσιμο με το Children of Cain μία αξιοπρεπή power ballad που γλυκαίνει κάπως τον πόνο.
Εν κατακλείδι, το III δεν είναι κακός δίσκος, μέτριος προς καλός θα έλεγα. Πιστεύω θα ωριμάσει και θα ανακαλύψω σιγά σιγά τις καλά κρυμμένες χάρες του. Το όλο ζήτημα έχει να κάνε με το ότι οι Demons and Wizards δεν είναι απλά μία μπάντα, είναι ένα project με υψηλές απαιτήσεις. Δεν υπάρχει πολυτέλεια για μετριότητα. Το πρώτο άλμπουμ με είχε μαγέψει, το δεύτερο το γούσταρα αρκετά, αλλά εδώ μιλάμε για απογοήτευση των προσδοκιών. Παρολαυτά, ο δίσκος έχει παίξει αρκετές φορές στο pickup μου και θα συνεχίσει να παίζει (Blind Guardian ψυχασθένεια λέγεται) γιατί δεν χαλάνε εύκολα τέτοιες σχέσεις. Πρέπει πάντως να παραδεχτώ πως ο τίτλος είναι άκρως ταιριαστός, III (τρεις και πάρτα τ'αρχίδια μου).
No comments:
Post a Comment