Όταν εργαζόμουν ως μηχανικός στην καλύτερη εταιρεία του κόσμου (υπήρξαν βέβαια κάτι θεματάκια με μίζες στην Ελλάδα, λεπτομέρειες), ένας φίλος συνάδελφος είχε αρχίσει να με μυεί στον μαγικό κόσμο του τζόγου. Ο εξαιρετικός μηχανικός και μεγάλο χαρτόμουτρο συνάδελφος, στα διαλείμματα για φαγητό ή κατά το φίδιασμα στο server room μου περιέγραφε τις εμπειρίες του από τα δύο μεγάλα καζίνο της Αττικής, τεχνικές που είχε ακολουθήσει, ιστορίες με περίεργους τύπους, σκηνικά τρέλας κι εθισμού, όλα αυτά εμπλουτισμένα με τον συναρπαστικό κόσμο της στατιστικής. Ως τότε η εμπειρία μου με τον τζόγο ήταν κάνα δελτίο Λόττο ή Τζόκερ που έπαιζα μία/δύο φορές το χρόνο και το ΠροΠο (αν και το συγκεκριμένο παιχνίδι δεν ήταν τζόγος και το είχα άμεσα συνυφασμένο με την όλη φάση του ποδοσφαίρου).
Με το περιοδικό λεκτικό χρατσα χρούτσα, με έπεισε μία Παρασκευή απόγευμα να φύγουμε νωρίς από την εργασία (κάθε Παρασκευή πρέπει να είναι ημιαργία - εργατικός νόμος) και να πάμε στο καζίνο της Πάρνηθας. Είχαμε ετοιμάσει ολόκληρη στρατηγική που βασιζόταν στη θεωρία αριθμών, είχα δει την προηγούμενη την ταινία Π κι εφοδιασμένος με ένα κουτί προφυλακτικά για το ενδεχόμενο πεσίματος από λουσάτες πλούσιες μιλφάρες (τέτοια εικόνα είχα για τα καζίνο - που να ξερα). Πήραμε το τελεφερίκ (και με πήγε τρεις και μία) παρέα με έναν παντόφλα ρωσοπόντιο που στα λίγα λεπτά ανάβασης μας εκμυστηρεύτηκε πως χρωστάει κοντά στις 25.000 ευρώ και πάει στους κουλοχέρηδες μήπως και τα βγάλει. Κανονικά ο Παντόφλας Ρωσοπόντιος θα έπρεπε να είναι το σημάδι για να πάρω το δρόμο της επιστροφής, αλλά ζούσα το όνειρο του wannabe τζογαδόρου.
Το ξενέρωμα που έφαγα μπαίνοντας στο καζίνο, αντί για την λαμπερή Βέγκας ουτοπία, ήταν ένα μέρος γεμάτο καμένους συνταξιούχους και σάπιους τύπους να καίγονται μπροστά από μπλιμπλικομηχανήματα. Ούτε μιλφογκόμενες, ούτε James Bond τύπους, μόνο κάτι κοντές σερβιτόρες να προσφέρουν δωρεάν (χάλια) καφέ και κάτι (αίσχος) ροφήματα. Ο πόθος όμως να "παίξω" ήταν μεγαλύτερος. Είχαμε μία αποστολή, να ξετινάξουμε την ρουλέτα με όπλο τα ανώτερα μαθηματικά. Και πήραμε τα αρχίδια μου.
Μέσα σε διάστημα τριών ωρών, ακολουθώντας πιστά τον μαθηματικό μας αλγόριθμο, είχαμε χάσει κοντά στα διακόσια πενήντα ευρώ, κι είχαμε μείνει με μάρκες αξίας είκοσι μόνο ευρώ. Είχε έρθει η ώρα να την κάνουμε και πετάω την ιδέα, "πάμε να παίξουμε ότι μας έχει μείνει στο 21. Ή τα χάνουμε και φεύγουμε ή κερδίζουμε κι έχουμε μία καλή ιστορία να διηγηθούμε τη Δευτέρα στους συναδέλφους". Στο τραπέζι που παίζαμε η μπίλια είχε φύγει από τα χέρια της γκρουπιέρισας και στο τελευταίο δευτερόλεπτο βάζει ο φίλος μου τις μάρκες στο 21. Δεν είδα ποτέ το που κατέληξε η μπίλια αλλά το κατάλαβα όταν ο συνάδελφός μου με είχε αγκαλιάσει πανηγυρίζοντας. Έκσταση κι χημικές ουσίες εγκεφαλικής πώρωσης έκαναν την επίθεσή τους στο μυαλό μου, κερδίσαμε χρήματα χωρίς προσπάθεια, το απόλυτο ψέμα ήταν αλήθεια. Μαζέψαμε το παραδάκι, το μοιράσαμε στα δύο και την κάναμε από το καζίνο νικητές.
Το 21ο πρώτο άλμπουμ υπήρξε κι έμπνευση για τους Rage να ασχοληθούν με το θέμα του τζόγου, με το mainstream hitάκι House Wins/Twenty One. Η δυική αναφορά του 21, πέρα από τον αριθμό κυκλοφορίας, έχει να κάνει με το Black Jack, το παιχνίδι που πήγε να με καταστρέψει. Αν η ρουλέτα ήταν το μαλακό ναρκωτικό που με έμπασε στη φάση, το Black Jack ήταν εκεί που εθίστηκα πραγματικά, ώσπου ένα Σάββατο απόγευμα είχα αποκοιμηθεί μπροστά στον υπολογιστή κλείνοντας κοντά στις 20 ώρες ατελείωτου online τζόγου. Όταν ξύπνησα και συνήλθα από την ντάγκλα της τράπουλας, μέσα στη βρώμα, δίχως να έχω όρεξη για ζωή, διαπίστωσα πως χρειάζομαι βοήθεια. Όμοια φάση με τον ήρωα της ιστορίας που περιγράφει ο Peavy στο 21, αν κι αυτός ήταν πιο χαμένος από εμένα.
Αν δεν υπήρχε η σύνδεση του θεματολογίας του τίτλου με την περιστασιακή μου εξάρτηση, δεν μπορώ να βρω κάποιο άλλο αγκίστρι στον συγκεκριμένο άλμπουμ το οποίο έχει ανομοιογένεια, πάρα πολλά fillers (για Rage standards) κι είναι από τις κυκλοφορίες που περνούν απαρατήρητες. Έχει κάποιες (επιτηδευμένες) old school πινελιές, ο Wagner σε πολλά κομμάτια ξεχνάει να τραγουδήσει κι αρχίζει το γαύγισμα, ακόμη κι ο Smolksi δεν δίνει τίποτε ενδιαφέρον στα κιθαριστικά του θέματα. Εξαίρεση είναι το Feel My Pain που ξεχωρίζει, τεράστια κομματάρα, χάνετε όμως στον σωρό της μετριότητας. Ακόμη και το Twenty One δεν είναι κάτι το ιδιαίτερο, αλλά έχει προσεχτεί, έχει σενιαριστεί και στην τελική μιλάμε για Rage. Η μπάντα με το άγγιγμα του Μίδα και τις μετριότητες να πιάσουν τις μετατρέπουν σε μουσικό χρυσάφι.
Κοιτώ την εξωφυλλάρα του 21, θυμάμαι το πως θα μπορούσα να είχα καταστραφεί (αν το είχα αφήσει να εξελιχθεί) από έναν ηλίθιο εθισμό και χαίρομαι ζω ευτυχισμένος και μπορώ να απολαμβάνω ακόμη και τις μέτριες στιγμές της αγαπημένης μου μπαντάρας.
No comments:
Post a Comment