Ιδανικό ντεμπούτο για μία μπάντα με αξίες κι ιδανικά. Μοιρασμένο σε δύο μέρη, heavy rock n roll τα τέσσερα πρώτα κομμάτια κι έπειτα το Manowar να αποτελεί διαστατική πύλη στον επικά σαγηνευτικά σκοτεινό κόσμο των βασιλιάδων του metal. Στη συλλογή μου έχω την έκδοση της EMI αλλά και την ΜΜΧΙ επανέκδοση (όπου το original six pack του αετού καλύπτεται από ένα είδος bird (?) armor).
Death Tone: Εναρκτήριο άσμα και ξεκαθαρίζουν όλα από την αρχή. Leather & Chains, μηχανές και rock n roll. Death Tone γιατί στο DNA των Manowar είναι ο θάνατος.
Metal Daze: Δεύτερο κομμάτι και πάμε να υμνήσουμε με σκληρή ροκιά το heavy metal. Το μουσικό ρεύμα που θα υπηρετήσουν για χρόνια κι από slaves θα γίνουν masters και θα έρθει ο καιρός που το metal θα υπηρετήσει αυτούς.
Fast Taker: Εφηβικές ανησυχίες της post- golden age-capitalism Αμερικής σε κομμάτι που η νεανική φωνή του Adams συγκλονίζει.
Shell Shock: Το ότι έγραψαν οι Manowar στο ντεμπούτο τους rock'n'roll αντί-πολεμικό άσμα με αρχίδια, μπαίνει στην ατελείωτη λίστα με τα greatest achievements τους.
Manowar: Ο εθνικός ύμνος του Heavy Metal. Εδώ και δεκαετίες παίζει παγκοσμίως σε αρένες και σημάνει την έναρξη της μάχης. Οι Manowar ζητούν Γη κι Ύδωρ, where they march cities fall.
Dark Avenger: Where no one steps while the undead cry, το σπάσιμο της φωνής του Adams σε αυτό το σημείο του epic/doom μεγαλείωδους κομματιού, μπαίνει δίπλα στην You're possessing me στιγμή του Halford. Orson Wells (και Christopher Lee αργότερα) στην απαγγελία γιατί η τελειότητα δεν είναι αρκετή για τους Manowar.
William's Tale: Gioachino Rossini κι η ιστορία του William σε piccolo μπάσο, μία συνήθεια να μπαίνουν σφήνα τέτοια instrumental κομμάτια που (δυστυχώς) θα συνεχιστεί.
Battle Hymn: Κάθε ημέρα δίνουμε μάχες στη ζωή μας. Στην εργασία μας, στις σχέσεις μας, σε χώρους άθλησης, σε στιγμές ψυχαγωγίας, η ίδια ζωή είναι μία αδιάκοπη μάχη. Οι αλληγορικοί (δίσημοι πιο σωστά) στίχοι, σε απόλυτη αρμονία με την κιθάρα του Ross και τον ρυθμό του Hamzik, μέσα από την ονειρική ερμηνεία του Adams, εξυμνούν την αξία της συντροφικότητας, τον αναβρασμό ευτυχίας που προκαλεί η επίτευξη ενός στόχου, τον πόνο της απώλειας και την οργή που κοχλάζοντας γεννιέται κατά την μεταπτωτική ανάταση. Το Battle Hymn είτε το ερμηνεύσει κάποιος σαν ένα απλό medieval war song, ή το προσαρμόσει στο ατομικό βιωματικό πρίσμα, λειτουργεί απόλυτα. Με το κλείσιμο του Battle Hymns, ο Joey DeMaio έδωσε ένα καλλιτεχνικό δώρο στην ανθρωπότητα και μία υπόσχεση πως η μουσική συνέχεια του συγκροτήματος επιφυλάσσει μεγαλείο για όσους τους ακολουθήσουν.
No comments:
Post a Comment