Ο Σεπτέμβριος του 2022 σημαδεύτηκε από δύο παγκόσμιας εμβέλειας γεγονότα. Ο Marcelo ήρθε στον Ολυμπιακό κι οι Blind Guardian έβγαλαν καινούργιο δίσκο. Κοινό στοιχείο των δύο γεγονότων οι υψηλές προσδοκίες από απαιτητικούς οπαδούς. Ο Θρύλος έπρεπε να (ξανά)παίξει μαγικό ποδόσφαιρο - πέρα από το να σηκώνει κούπες - οι Guardian έπρεπε να (ξανά)παίξουν μαγική μουσική. Να διορθώσουν την καταστροφική πορεία με τον κόκκινο καθρέφτη και τα Dark Lands. Να επιστρέψει το χαμόγελο κι η υπερηφάνεια στους πιστούς fans - Blind Guardian ρε μουνιά - να σηκώσουμε κεφάλι και βροντοφωνάξουμε πως ο τυφλός φρουρός είναι εδώ, μυστηριώδης μεγαλοπρεπή φιγούρα που θα πάρει τα κεφάλια όλων των εχθρών του αυθεντικού τευτονικού power metal.
Τα singles Deliver Us from Evil και Violent Shadows, είχαν κρατήσει χαμηλά τη μπάλα. Το νέο Imaginations που όλοι περιμένουμε δεν θα έρθει. Αλλά υπήρχε η αισιοδοξία πως και τα δύο κομμάτια είναι στη σωστή κατεύθυνσή. Τέρμα τα ατελείωτα vocal channels, τέρμα τα δαιδαλώδη μουσικά layers, τέρμα οι ορχήστρες και τα πανηγύρια, επιστρέφουμε στις μουσικές ρίζες όπου κάποτε κάναμε όλο τον heavy metal πλανήτη να υποκλιθεί και να δώσει όρκους πιστής υποταγής. Και το God Machine είναι σε αυτό το μονοπάτι, το patch of glory που βαδίζουμε τόσες δεκαετίες παρέα με τους βάρδους της καρδιάς μας.
Το Deliver Us from Evil δεν ήταν η καλύτερη επιλογή για άνοιγμα του δίσκου. Αντιθέτως το τεράστιο έπος Secrets of the American Gods έπρεπε να ηγείται της επίθεσης. Μία κομματάρα ανατριχίλα, παντρεύει το ένδοξο 90's παρελθόν με τις πιο μοντέρνες κιθάρες που έχει (λυσσάξει) να παίζει ο Olbrich. To λογοτεχνικό (κι όχι μόνο) αριστούργημα του Neil Gaiman "ντύνεται" από τη μουσική των Guardian. Πόση συγκίνηση να αντέξει η έρημη ψυχή μου, ένα φανταστικό κομμάτι, instant classic.
Η studio εκτέλεση του Violent Shadows είναι κλάσης ανώτερη από τη live που γνωρίζαμε ως τότε και πραγματικά είναι πολύ δυνατό κομμάτι. Thrashato, βαρβάτο, απόλυτα γαμάτο. Και το Damnation (με πικάντικο ρεφρέν) χώνει άγρια αν και σε ένα κλικ πιο χαμηλό τέμπο. Είμαστε στα μισά του άλμπουμ κι οι Guardian έχουν ήδη δώσει την απάντηση στο μεγαλύτερο ερώτημα που ταλάνιζε ολόκληρο τον πλανήτη. Το God Machine είναι δισκάρα - τέλος -, μπορούμε να ασχοληθούμε με την παγκόσμια ειρήνη, την κλιματική αλλαγή και να ακούσουμε και το υπόλοιπο του άλμουμ.
Μπαίνει το αινιγματικό Life Beyond the Spheres κι είμαι σε φάση "βρε λες?". Η εισαγωγή είναι πολλά υποσχόμενη κι όσο πάει γίνεται και καλύτερο. Η ριφάρα στο background να δίνει τον ρυθμό για τον Hansi να πει (όπως μόνο αυτός ξέρει) την ιστορία. Ο Ehmke να βαράει τα τύμπανα με εκπληκτικό ρυθμό (κι ας λένε κάτι μαλάκες για πλαστικούρες και μονότονο παίξιμο), χορωδίες και πλήκτρα να ενισχύουν τη φάση. Πάμε για υπερ-έπος; Δυστυχώς όχι, το ρεφρέν ξεφουσκώνει κάπως τη φάση. Πολύ καλό κομμάτι, αλλά δεν είναι από εκείνα που εντυπώνονται στην ηχητική μνήμη ως τα πρωτοκλασάτα του δίσκου (π.χ. Into the Storm, Welcome to Dying ή Banish from Sanctuary).
Στην ίδια φάση και το Architects of Doom με τον Kürsch να χώνει άσχημα σε ένα όμορφα-περίεργο δομημένο κομμάτι που όσο πιο πολύ το βάζω να παίζει τόσο πιο πολύ το γουστάρω. Και τα δύο κομμάτια ξεχωρίζουν για τη δομή τους, κάτι διαφορετικό από τα συνηθισμένα, ποιοτική εξέλιξη αντί για επιτηδευμένο εμπορικό πισωγύρισμα.
Η επική power μπαλάντα επιβάλλεται σε ένα Guardian άλμπουμ. Μιλάμε για τους ανθρώπους που έγραψαν ένα Lord of the Rings, ένα Bard Song, ένα A Past and Future Secret, ένα Skalds and Shadows κι ένα Harvest of Sorrow. Το κάθε ένα από μόνο του σβήνει ολόκληρες δισκογραφίες από μπάντες με μαλλιάδες που τσιρίζουν ενώ βαράνε κλαπατσίμπανα και παίζουν τσίτα distorted κιθάρες. Όταν έχεις γράψει τα απόλυτα κομμάτια στο είδος, πως να ξεπεράσεις έναν τόσο ψηλό πήχη; Κι όμως οι μπούστηδες έφεραν ένα ακόμη ύμνο να σταθεί δίπλα στα προαναφερθέντα. Το Let It Be No More είναι ένα υπέροχο emotional τραγούδι, γεμάτο υπέροχα Guardian συστατικά. Εμπνευσμένο από την απώλεια της μητέρας του Hansi, λειτουργικό άμεσα στο θυμικό του ακροατή ενεργοποιώντας τους δακρυϊκούς αδένες. Ο Hansi Kürsch όποτε χάνει κάποιο κοντινό συγγενικό πρόσωπο γράφει και μία κομματάρα. Χίλια χρόνια να ζουν οι συγγενείς του μα μήπως να του θυμίσει κάποιος την αδικοχαμένη γιαγιά του ή κανένα προπάππου του που πέθανε σε κάνα πόλεμο ή στην Ισπανική γρίπη.
Το άλμπουμ κοντεύει να κλείσει και πάρε στην μάπα, τιποτένιε ακροατή, την έκρηξη από μηχανής θεός. Blood of the Elves, σωστό τίμιο έπος βγαλμένο κατευθείαν από τις χρυσή εποχή του Tales from the Twilight World. Δύο σενάρια παίζουν εδώ. Η μπάντα βρήκε κάποια χρονομηχανή σε κάποιο υπόγειο και ταξίδεψαν στο 1990 στους νεαρούς εαυτούς τους και τους ζήτησαν να γράψουν το Blood of the Elves ή βρήκαν το κομμάτι ξεχασμένο σε κάποιο σκληρό δίσκο που έψαχναν να βρουν το MS-DOS αρχείο να παίξουν το (φοβερό) platform videogame Gods (και πήραν και την έμπνευση για τον τίτλο του άλμπουμ).
Το κλείσιμο είναι το μόνο πραγματικά μελανό σημείο του δίσκου. Το πιο αδύναμό κομμάτι του άλμπουμ, με αρκετή ποιοτική διαφορά από τα υπόλοιπα. Καλύτερα να είχαν επανεκτελέσει το And the Story Ends για να κλείσει το άλμπουμ. Δεν θα χαλούσε κανένα, το Destiny είναι κάπως κουραστικό, με κάποιες καλές στιγμές αλλά χαλάει την όλη γαματοσύνη που ζει ο ακροατής τα προηγούμενα 45 λεπτά.
Το γενικότερο συμπέρασμα είναι η επιστροφή της μπάντας στον θρόνο της. Το The God Machine είναι άλμπουμ αντάξιο της βαριάς Guardian ιστορίας, με εξωφυλλάρα τον Angel of War, Gadreel, εκρηκτικούς στίχους (πάντα έτσι είναι), κομμάτια που θα λάβουν τη θέση τους στο βαρύ μουσικό οπλοστάσιο κι είμαι πεπεισμένος πως η μπάντα μπαίνει σε μία νέα φάση εμπνευσμένης δημιουργικότητας.
No comments:
Post a Comment